Είδαμε την παράσταση "Αίας" από το Εθνικό Θέατρο

 

 Ο Αίας θεωρείται ένα από τα αρχαιότερα σωζόμενα δράματα του Σοφοκλή, ίσως το αρχαιότερο. Από τους Αχαιούς πολεμιστές, ο Αίαντας ήταν ο δεύτερος, μετά τον Αχιλλέα, στην παλικαριά, γιγαντόσωμος (το πιο συχνό ομηρικό επίθετό του είναι «μέγας»), γενναίος και φονικός στη μάχη.

Μετά τον θάνατο του Αχιλλέα, στο στρατόπεδο των Αχαιών γίνεται η «όπλων κρίσις», ο διαγωνισμός για ν’ αποφασιστεί ποιος ήρωας θα αποκτήσει τα περιώνυμα όπλα του νεκρού. Διεκδικητές είναι ο Αίαντας κι ο Οδυσσέας. Οι Αχαιοί αποφασίζουν υπέρ του δεύτερου. Ο Αίαντας εξοργίζεται από την απόφαση αυτή, που θεωρεί πως τον αδικεί κατάφωρα. Αποφασίζει να εκδικηθεί, σφάζοντας τη νύχτα τους Αχαιούς που τον αδίκησαν. Η θεά Αθηνά σκοτίζει τον νου του, κι έτσι αντί για τους αδικητές του σφάζει τα ζώα που είχε συγκεντρώσει ο στρατός ως λάφυρα.

Η παράσταση του Εθνικού Θεάτρου βασίζεται στην  μετάφραση του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Λόγος ρέων, σύγχρονος και κατανοητός.  Η δραματουργική επεξεργασία της  Ασπασίας-Μαρίας Αλεξίου και του σκηνοθέτη της,  Αργύρη  Ξάφη,  θέλει το έργο του Σοφοκλή να ξεκινά ανάποδα, από την ώρα του τέλους, που η Τέκμησσα (Εύη Σαουλίδου ) θρηνεί το πτώμα του Αίαντα.   Ευφάνταστη η ανατροπή αυτή, εξηγεί  κάπως διαφορετικά την τραγωδία, τονίζοντας τη μανία του Αίαντα, την ερμηνεία του Στάθη Σταμουλακάτου και την αυτοκτονία του ήρωα. Ο σκηνοθέτης ήθελε να επιμείνει στα δεινά και τον παραλογισμό του πολέμου και το πέτυχε. 

Η Εύη Σαουλίδου, εκφραστική, απόλυτη  φρουρός και  πιστός υπερασπιστής  της σορού και της φήμης, καθώς και των δικαιωμάτων του νεκρού Αίαντα, του πατέρα του παιδιού της. Θρηνεί «Αλίμονό μου, χάθηκα! Αφανίστηκα!» Η διαδρομή του αίματος στη σκηνή μέχρι  το σημείο, του σπαραγμού, η Τέκμησσα και ο Χορός , που συμπαραστέκεται με μια προσεγμένη κίνηση,  με σπασμούς που κάμπτουν το κορμί, δηλώνοντας   ψυχική κατάρρευση,  δημιουργεί ένα τραγικό φορτίο, ενώ  όλοι απορούν με το κακό που η Αθηνά Παλλάδα προκάλεσε για χάρη του Οδυσσέα.  Η παρουσία της Αθηνάς  (Δέσποινα Κούρτη) είναι σαν ένα αερικό, ένα ξωτικό που περιφέρεται και πότε αγκαλιάζει  τον εξοργισμένο Τεύκρο, πότε την καταρρακωμένη ψυχικά Τέκμησσα, πότε τον γιο του Αίαντα Ευρυσάκη. Το σοκ του τέλους οδηγεί  στην αρχή προσπαθώντας να αποδώσει την αιτία, να δώσει εξήγηση στο αποτρόπαιο έγκλημα του Αίαντα.

Η Αθηνά θολώνει το μυαλό  του Αίαντα και όντως θιγμένος από τους κακούς του συμμάχους, εξευτελίζεται καθώς σφάζει  αμνοερίφια, τα βοσκήματα  νομίζοντας ότι είναι οι Ατρείδες που τον έχουν αδικήσει  και όταν πια συνειδητοποιεί τι έκανε, ντροπιασμένος, δεν του μένει άλλο, παρά να αυτοκτονήσει. Η αυτοκτονία παρουσιάζεται πειστικά σαν η μόνη λύση, αφού ο ήρωας δεν μπορεί να ξεπλύνει τη ντροπή του με έναν ένδοξο θάνατο στη μάχη (αφού έτσι θα χαροποιούσε τους Ατρείδες, που είναι πια εχθροί του) ούτε όμως μπορεί να επιστρέψει στην πατρίδα, αφού δεν θα έχει μάτια ν’ αντικρίσει εκεί τους φίλους του και τον πατέρα του μετά από αυτόν τον εξευτελισμό. Η κατάληξή του  είναι μονόδρομος, αναπόφευκτη.  «Ο ευγενής ή πρέπει να ζει καλά ή καλά να πεθαίνει». Η Αθηνά δεν  παρουσιάζεται  σαν σκληροπυρηνική θεά, με την πανοπλία, απρόσιτη και αυστηρή. Είναι μια παρουσία ευέλικτη, παίζει με την αντίληψη των ανθρώπων και την κριτική τους ικανότητα, είναι τρυφερή, πονηρή, έως σκανδαλιάρα. Η Δέσποινα Κούρτη υποστηρίζει απόλυτα την σκηνοθετική οδηγία .

 Ο Αγαμέμνονας (Νίκος Χατζόπουλος ) αδέκαστος, σκληρός, αμετάπειστος κάθετος στις τοποθετήσεις του,  θέλει να αφήσει τον  Αίαντα άταφο, βορά στα όρνια, το ίδιο και ο υπέροχος  αυστηρός  Μενέλαος ( Γιάννης Νταλιάνης ) να τον αφήσουν βορά στα θαλασσοπούλια, γιατί αν δεν τους είχε σώσει ένας θεός, η Αθηνά, θα τους είχε σκοτώσει όλους. Η συμπεριφορά τους εξοργίζει τον Τεύκρο (Χρίστος Στυλιανού), ετεροθαλή  αδελφό του  Αίαντα, ο οποίος επιμένει  με σταθερότητα και σεβασμό στον αδελφό του, να θέλει να θαφτεί ο αδελφός του σαν ήρωας, όμως ο Μενέλαος τον απειλεί  να μην τολμήσει και τον θάψει γιατί στην προσπάθειά του θα βρεθεί κι εκείνος θαμμένος.

Η σκηνή αντιπαλότητας τονίζεται με την αντιπαράθεση τους, ο ένας ο Τεύκρος  επιμένει να  «ταφεί», ενώ ο Μενέλαος  εμμένει «δεν θα θαφτεί» Τίποτα δεν είναι οι άνθρωποι, « εδώ  οι άνθρωποι είναι κούφιοι ίσκιοι!»

Τελικά, με την παρέμβαση του Οδυσσέα ( Δημήτρης Ήμελλος), ο νεκρός θάβεται. Ο Οδυσσέας αν και είχε αντιπαλότητα με τον Αίαντα για τα όπλα του Αχιλλέα,  δεν μπορεί να δεχτεί ότι ένας  ήρωας θα μείνει  άταφος.   Η τιμή αυτή πρέπει οπωσδήποτε να του αποδοθεί. Ο Οδυσσέας ξέρει ότι κάποτε και αυτός όπως και όλοι βέβαια θα έρθει στη θέση του Αίαντα. Ο Τεύκρος εντυπωσιάζεται από τη στάση του αυτή. Ο Οδυσσέας είναι ευέλικτος, δίκαιος, αναγνωρίζει την αδυναμία του θνητού και την αδικία που έχει διαπραχθεί εις βάρος του Αίαντα. Ο  Δημήτρης Ήμελλος μπαίνει  με άνεση στις διαστάσεις του ρόλου του και αποδίδει υπέροχα αυτόν τον πολυσχιδή και πολυμήχανο ήρωα. 

Είναι εξαιρετική η σκηνή, όπου η Τέκμησσα (Εύη Σαουλίδου )  παίρνει μόνη της τη σορό του  Αίαντα και με δυνατό εκφραστικό βλέμμα αποθαρρύνει οποιονδήποτε άλλον  τείνει να τη βοηθήσει να τον μεταφέρει εκτός της σκηνής για να ξεκινήσει  η αφήγηση και ο Αίαντας (Στάθης Σταμουλακάτος ) να αποκαλύψει την υπεροψία, την ευθιξία του, τον άκρατο θυμό του.  Τεράστιος, όχι μόνο σε μορφή, αλλά σε υποκριτική δεινότητα, σε δύναμη ψυχής και ήθους. Ένας πραγματικός Αίαντας. Ο ίδιος ο πατέρας του,  τον συμβούλευε να πηγαίνει στην μάχη με βοηθό το θεό, όμως εκείνος διαπράττοντας ύβρη του  έλεγε  ότι θα φέρει νίκες και μόνος του.

 Ο Χορός είναι μεικτός, απαρτίζεται από άνδρες και γυναίκες (Ασημίνα Αναστασοπούλου, Δημήτρης Γεωργιάδης, Αφροδίτη Κατσαρού, Ερατώ Καραθανάση, Φάνης Κοσμάς, Λάμπρος Κωνσταντέας, Ευσταθία Λαγιόκαπα, Αλκιβιάδης Μαγγόνας, Ειρήνη Μπούνταλη, Φώτης Στρατηγός)  εκφράζει τον πόνο  του ανθρώπου που  βάλλεται  από τις χυδαιότητες, τις κτηνωδίες του πολέμου και σέρνεται πανικόβλητος, χαμένος, αποπροσανατολισμένος αναζητώντας ερείσματα  και αξίες.

Αντιπροσωπευτικές οι χορογραφίες της  Χαράς  Κότσαλη για τον αποπροσανατολισμό των ανθρώπων που τους έχει πλήξει η δυστυχία του πολέμου και οι απώλειες. 

 Ο Ευρυσάκης (Τάσος Μικέλης ) είναι μάλλον φοβισμένος, κρατά αμυντική συμπεριφορά και την πανοπλία του πατέρα του, που στην ουσία τον σκεπάζει ολόκληρο και με κάποιον τρόπο τον προστατεύει.  Έχει ταραχθεί βλέποντας  να χάνεται ο πατέρας του με αυτόν τον τρόπον και διαπιστώνοντας τον πόνο της Τέκμησσας , συχνά κρύβεται κάτω από την ασπίδα, ενώ με τη μάνα του προσπίπτουν  ικέτες στη σορό του πατέρα του, αποκαλύπτοντας  τον λόγο για τον οποίο ο πατέρας του έχει αφαιρέσει τη ζωή του, υπέρμαχος των μεγάλων αξιών για να τους κληροδοτήσει μια σπάνια κληρονομιά αξιών.

Τα σκηνικά  της Μαρία Πανουργιά απολύτως λειτουργικά. Η σκηνή των Ατρειδών, στάνη- κρεματόριο των αμνοερίφιων , σκηνή του Αίαντα και τόπος της θυσίας του με την προβολή του ξίφους πάνω στο οποίο στην κυριολεξία, άγρια, μανιασμένα και αποφασιστικά εκείνος με τη θέλησή του ρίχτηκε.

 Το ξίφος αυτό το δώρο που δώρισε στον  Αίαντα ο Έκτορας, « δώρο εχθρού,  δώρο άδωρο που δεν βγαίνει σε καλό». Από τότε ο Αίαντας δεν είδε καλό από τους Ατρείδες.

Οι φωτισμοί  του Αλέκου Αναστασίου υπέροχοι, αποδίδουν την ιερότητα, το μένος, προβάλουν το ξίφος του θανάτου, τονίζουν στιγμές, ενώ  λειαίνουν άλλες, προβάλλουν τον σκηνικό χώρο, τους μουσικούς τον σκοτωμό των ζώων.

Τα κοστούμια (Ιωάννα Τσάμη )προσαρμοσμένα στο σύγχρονο ύφος της παράστασης και στο κάθε ρόλο,  ειδικά της Αθηνάς – ρόλος  ευέλικτου ξωτικού και του χορού, άνθρωποι ξεκαμωμένοι από τον πόλεμο, παρατηρητές των θηριωδιών .  Ωραία η γύμνια των σωμάτων μέσα στη στάνη με τα σφάγια. Έδωσε  το ύφος, την αίσθηση της σφαγής και της μανίας. Μοναδική λεπτομέρεια τα κοσμήματα που φόραγαν οι αρχηγοί  θύμιζαν  εκείνα των ινδιάνικων φυλών.

Η μουσική  του Κορνήλιου Σελαμσή  πλαισίωσε οργανικά την παράσταση. Τα  μουσικά όργανα που  ερμηνεύουν  την επιβλητική  αυτή μουσική στη σκηνή, που άλλοτε είναι επική, άλλοτε θυμίζει ψαλμωδία, οι μουσικοί επί σκηνής  (Μάνος Βεντούρας κόρνο, Σπύρος Βέργης τρομπόνι, Στέφανος-Σπυρίδων Δαφνής τρομπέτα, φλικόρνο, Μενέλαος Μωραΐτης τούμπα  έχουν κομβικό ρόλο, καθώς  ρυθμίζουν καθοριστικά το τραγικό  κλίμα της παράστασης. 

Γράφει η Μαρία Μαρή
Θεατρολόγος

Σχόλια