Είδαμε την παράσταση "Κατόπιν εορτής" στον Πολυχώρο Vault

Το Theater Stage βρέθηκε στον πολυχώρο Vault για να παρακολουθήσει την παράσταση "Κατόπιν εορτής" από τον Θεατρικό οργανισμό Πρώτες Ύλες.
Ένα έργο του Jordan Tannahill το οποίο έγραψε όταν ήταν 23 ετών και παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε μετάφραση της Χριστίνα Μπάμπου – Παγκουρέλη.

Έναν χρόνο μετά την αυτοκτονία του μοναχογιού τους οι καταρρακωμένοι γονείς καλούν σε δείπνο την οικογένεια του αγοριού τον οποίο με την παραβατική συμπεριφορά του θεωρούν κύριο υπεύθυνο για το θάνατο του παιδιού τους. Σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση πιστεύουν πως με αυτήν τη συνάντηση θα απαλύνουν τον πόνο της απώλειας τους. Οι ίδιοι οι γονείς μαζί με τους καλεσμένους  ανοίγουν τα χαρτιά τους πάνω σε ένα τραπέζι δείπνου το οποίο δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Το σερβίτσιο του νεκρού Τζόελ βρίσκεται τοποθετημένο κανονικά στη θέση του και στην ατμόσφαιρα μοιάζει να πλανάται η ψυχή του σαν να μην έφυγε ποτέ από εκείνο το σπίτι. Τι οδήγησε τον έφηβο σ' αυτήν τη πράξη; Η ψυχική νόσος η οποία τον είχε καταβάλει λόγω των σεξουαλικών του προτιμήσεων, ο σχολικός εκφοβισμός στον οποίο είχε πέσει θύμα η και τα δύο;

Το πρόσωπο της Μαρίας Μπρανίδου στο ρόλο της πονεμένης μάνας απεικονίζει την απελπισία και μοιάζει να έχει χάσει εντελώς τον εαυτό της. Φανερώνει τη βαθιά πίκρα της μάνας που έχει χάσει ότι πολυτιμότερο είχε. Μόνη της παρηγοριά ώστε να απομακρυνθεί από το χείλος του γκρεμού είναι να υποφέρει ψυχικά ο βασανιστής του αδικοχαμένου της παιδιού. Η χειμαρρώδης ερμηνεία της κάνει ξεκάθαρη τη θλίψη και τη λαχτάρα της για εκδίκηση. Διαθέτει την ψυχική φλόγα και τον κατάλληλο λόγο ώστε να υπογραμμίσει την τραγικότητα της κατάστασης.
Ο Στέφανος Μαντζανάς Δούκας ενσαρκώνει το συμμαθητή - εκφοβιστή του Τζόελ.Δίνοντας μια εικόνα εύθραυστου ανθρώπου, αντίθετη με τη βάναυση συμπεριφορά του απέναντι στον πρώην συμμαθητή του, ντρέπεται και δείχνει μετανιωμένος. Οι τύψεις του έχουν αφήσει ψυχικά τραύματα τα οποία φαίνεται πως θα μείνουν ανεξίτηλα. Με την επιστροφή του στη σκηνή στο τέλος της παράστασης αναδύει έναν έφηβο ο οποίος παρά την αντίθετη άποψη των γονιών του δε μπορεί να συγχωρήσει τον ίδιο του τον εαυτό.

Η σκηνοθετική γραμμή του Χρίστου Λύγκα με βοηθό την Ευαγγελία Καπόγιαννη κινείται λιτά καθηλώνοντας τους ήρωες στις τέσσερις καρέκλες του τραπεζιού στη μεγαλύτερη διάρκεια του έργου. Δεν επιτρέπει να φανούν ξεκάθαρα οι χαρακτήρες των ηρώων και δημιουργούν ένα κλίμα ανήσυχο και πνιγηρό.Ο ίδιος ο Χρίστος Λύγκας,ως πάτερας του νεκρού, στέκεται στο ύψος του ρόλου του όντας πιο συγκροτημένος από τη γυναίκα του. Βιώνει με μεγαλύτερη σύνεση τον τραγικό χαμό του αγαπημένου του γιού και σε αντίθεση με τη σύζυγό του δεν αφήνει τα συναισθήματα του να βγουν εύκολα στην επιφάνεια.

Η Βούλα Πατελάκη και ο Γεράσιμος Μαύρος είναι οι δύο γονείς του ανάγωγου νεαρού που επιζητούν μέσω της αλήθειας ένα "σωσίβιο" που θα τους βγάλει αλώβητους από αυτήν την κατάσταση. Με φανερή αμηχανία προσπαθούν να καλύψουν τις αποτρόπαιες πράξεις του έφηβου παιδιού τους και δείχνουν ικανοί να φτάσουν στα άκρα ώστε να τον προστατέψουν. Η μητέρα παρουσιάζεται πιο διστακτική και σπλαχνική με κατανόηση απέναντι στους χαροκαμένους γονείς αλλά ταυτόχρονα στέκεται στο πλευρό του παιδιού και του συζύγου της. Αντιθέτως ο πατέρας με μια ειρωνική και επιθετική παρουσία προσπαθεί να αποκρούσει τις ευθύνες του γιού του και γυρεύει να αποδώσει την αυτοκτονία του Τζόελ σε άλλους παράγοντες.

Ένα προσεκτικά επιλεγμένο σκηνικό με το τραπέζι του δείπνου να λειτουργεί στην πραγματικότητα  σαν πεδίο μάχης πάνω στο οποίο γίνεται μια σύγκρουση του καλού με το κακό,του δικαίου και του άδικου. Οι χαμηλοί φωτισμοί και η μουσική τονίζουν τη μουντή και άβολη ατμόσφαιρα που επικρατεί στο χώρο.

 Ο τίτλος κατόπιν εορτής έχει δοθεί προφανώς γιατί όλη αυτή η διαδικασία αναζήτησης μιας λύσης γίνεται σε λάθος χρόνο. Ενώ είναι ήδη αργά και αφού έχει χαθεί μια ανθρώπινη ζωή στην οποία αν είχε δοθεί μεγαλύτερη προσοχή ίσως να είχε σωθεί.Μια παράσταση καθρέφτης της σημερινής κοινωνίας. Με δραστικούς και άμεσους διαλόγους να τονίζουν τη χαμένη ηθική των ανθρώπων.

Του Γιάννη Σεβαστίκογλου

Σχόλια