Είδαμε την παράσταση "Η μάνα αυτουνού… Έλλη Ζάχου Ταχτσή" της Κικής Μαυρίδου στο Vault

 

Μια μάνα, η μάνα ενός μεγάλου, ενός λατρεμένου συγγραφέα, μας διηγείται τη ζωή της και παράλληλα εκείνη του γιού της. Οι γονείς του  Κώστα Ταχτσή, Γρηγόριος και Έλλη (το γένος Ζάχου), κατάγονταν από την Ανατολική Ρωμυλία.

Το κείμενο της Κικής Μαυρίδου εμπνευσμένο από το έργο του ίδιου του Ταχτσή, μπόρεσε να αντλήσει πληροφορίες για αυτή τη γυναίκα, τη μητέρα του, πηγή για όσα εκείνος υπήρξε, που παντρεύτηκε μικρή, έναν λάθος άνδρα, χασικλή, μέθυσο  και τεμπέλη και έκανε μαζί του δυο παιδιά, τον Κώστα Ταχτσή και την αδελφή του. Αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα, συνέχεια χωρίζανε και τα ξαναέφτιαχναν. Πριν τον Κώστα είχε γεννηθεί ένα άλλο αγόρι που πέθανε λίγο μετά που γεννήθηκε. Αυτό ταλαιπωρούσε εμμονικά τον  Ταχτσή, και είχε πολλές φορές ακούσει από το στόμα της μάνας του, καλύτερα να πέθαινε αυτός και όχι εκείνο το παιδάκι. Ακραίες καταστάσεις σε αυτή την οικογένεια και ο μικρός Κωνσταντίνος έγινε πάσα στη γιαγιά την Πολυξένη. Αυστηρή η Έλλη, τον σάπιζε στο ξύλο, αυστηρή και η γιαγιά.

Το έργο ξεκινά με τη μητέρα του να λέει ότι της δολοφόνησαν το παιδάκι της. Η  Έλλη Ζάχου Ταχτσή ( Ράνια Σχίζα) αποδίδει απόλυτα αυτή τη γυναίκα που δεν μπόρεσε να διαχειριστεί την  αδιέξοδη κατάσταση στη ζωή της, την κακομεταχείρισή της από την αυστηρή  μάνα  της, την επανειλημμένα λανθασμένη επιλογή συντρόφων, το γεγονός ότι ο πατέρας της που λάτρευε εγκατέλειψε την οικογένειά του και συνήψε σχέση με μια εξαδέλφη της γυναίκας του, της Πολυξένης. Η Έλλη που λάτρευε τον πατέρα της, η κίνησή του αυτή την πλήγωσε.  Αίφνης έχασε ό, τι λάτρευε και θαύμαζε στη ζωή της.

Όλη της η ζωή ένας κατήφορος.

Εμβόλιμα ακούγεται ηχογραφημένη η φωνή του Ταχτσή δια στόματος Νίκου Καραθάνου και το παράπονο αυτού του σπάνιου ανθρώπου, που δυστυχώς και αυτός δεν μπόρεσε να είναι ευτυχισμένος και αναζητώντας αυτή τη φρούδα ευτυχία είχε αυτό το άδοξο τέλος.

«Αχ, βρε μάνα! Έχουν περάσει - πόσα; Τριάντα χρόνια από τότε, κι ακόμα δεν έμαθα το μάθημά μου. Ακόμα δεν έγινα άντρας, ακόμα χαζεύω στο δρόμο κοιτάζοντας τα παιδιά, ακόμα μου κλέβουν οι αλήτες τα ρέστα. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη τιμωρία σου. Και δική μου τιμωρία - που δεν κατάλαβα, όσο ήταν ακόμα καιρός, τι υπέφερες τότε, και θέλησα να σ' εκδικηθώ. Μα που να πάρει ο διάβολος, έπρεπε να τα βάζεις μαζί μου για να ξεσπάς; Δε μπορούσες δηλαδή να κάνεις τα στραβά μάτια όταν αργούσα δέκα λεπτά ή όταν ξεχνούσα ν' αγοράσω τ' αλάτι; Κι αν θυμάμαι καλά, τα ρέστα που μου 'χαν κλέψει τα παιδιά του απάνω δρόμου ήταν, στο θεό σου βρε μάνα, ή έξι ή εφτά δεκάρες!»

 Δεν είναι που δεν τον αγαπούσε. Τον λάτρευε. Είναι που δεν φερόταν καλά ούτε στον εαυτό της, άρα ούτε και σε εκείνον, τον μονάκριβό της. Με όσα πέρναγε ο Κώστας είχε εφιάλτη  ότι τον έκλεβε μια γύφτισσα και εκείνος  δεν μπορούσε να βγάλει φωνή από το στόμα του. Το παιδί ζούσε μέσα σε έναν φόβο και μια συνεχή απειλή. Ο πατέρας του ο Γρηγόρης τον κάθιζε στα γόνατά του, του έδινε καραμέλες και τον ρώταγε ποιος  έμπαινε στο σπίτι, ποιον έβλεπε η  Έλλη όσο εκείνος έλειπε.  Ο μικρός αφελώς τα έλεγε και μετά τον μαύριζε στο ξύλο η Έλλη. « Θα σε ψήσω και θα σε φάω σαν αρνί αν με ξαναμαρτυρήσεις! Πες ποτέ! Ή θα γίνεις άνδρας ή δεν θα βγεις ζωντανός από τα χέρια μου»  Το παιδάκι την παρακαλούσε « Μανούλα μου, Όχι! Θα γίνω!»

Σπαρακτικές σκηνές που απέδωσε με αλήθεια και ουσία η καταπληκτική Ράνια Σχίζα. Το βλέμμα της, άλλοτε ανήσυχο, άλλοτε ερωτικό, άλλοτε λάγνο  αποτελεί βασικό στοιχείο μιας εποχής. Άλλοτε θυμωμένη, εξοργισμένη, βαθιά πληγωμένη και με απέραντη αγάπη για τον γιο της, που κατέληξε η μπάλα του μποξ, όπου ξεθύμανε όλον τον θυμό της για όσα της έχουν συμβεί. Χτύπαγε εκείνον και μέσα από εκείνον τιμωρούσε τον εαυτό της. Όλα εδώ πληρώνονται όμως όπως λέει και η ίδια και έτσι έγινε με τον μοιχό πατέρα της, την σύντροφό του και εξαδέλφη της μάνας της και βέβαια και με εκείνη την ίδια, που κατακρημνίστηκε με τον άδικο και οδυνηρό χαμό του Κώστα.

 Η σκηνοθεσία του Βαγγέλη Λάσκαρη  έδωσε χώρο για να αναπνεύσει το κείμενο και ο θεατής.  Τα φώτα που έκλειναν μετά από κάποιες σκηνές ήταν λυτρωτικά για όσα είχαν αναφερθεί. Η απεύθυνση της ηθοποιού, το δυνατό βλέμμα που κατευθυνόταν σε διάφορες κατευθύνσεις συγκλόνισαν στην κυριολεξία.

Η πρωτότυπη μουσική σύνθεση  του Μάνου Αντωνιάδη και ο φωτισμός του Βαγγέλη Μούντριχα  απογείωσαν την παράσταση. Μια επική ερμηνεία της Ράνιας Σχίζα. Μια παράσταση, που αν δεν την έχει δει κάποιος, πρέπει να τη δει.

Γράφει η Μαρία Μαρή
Θεατρολόγος

Σχόλια