Είδαμε το Μουνή: Μια τολμηρή και αποκαλυπτική προσέγγιση της ελληνικής επαρχίας… στο Θέατρο Οlvio

Η θεατρική παράσταση Ο Μουνής της Λένας Κιτσοπούλου  παίζεται  στο Θέατρο Olvio, σε σκηνοθεσία Νατάσας Παπαμιχαήλ. Το έργο βυθίζεται στις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής επαρχίας, όπου το γλέντι και η βία συμπορεύονται, τα τραγούδια σκεπάζουν σιωπές, η υποκρισία, τα καταπιεσμένα ένστικτα και ο συντηρητισμός πλανώνται σε μια βαθιά ριζωμένη αγριότητα. Η γλώσσα της συγγραφέα είναι ωμή και οι χαρακτήρες ακραίοι, συχνά παραμορφωμένοι από τις συνθήκες που τους περιβάλλουν. 

Η επαρχία που σκιαγραφεί στον Μουνή η Λένα Κιτσοπούλου είναι ένας τόπος κλειστός, πνιγηρός και γεμάτος καταπιεσμένες εντάσεις. Δεν είναι η ρομαντική ελληνική ύπαιθρος με τα γλέντια και τις παραδοσιακές αξίες, αλλά ένας χώρος που σφύζει από κουτσομπολιό, καταπίεση και μια υποβόσκουσα βία που ξεσπά απρόβλεπτα. Εκεί, οι ζωές των ανθρώπων μοιάζουν προκαθορισμένες και στενεμένες μέσα σε αυστηρά κοινωνικά πλαίσια. Οι άντρες στα καφενεία  με κομπολόγια στα χέρια, μιλούν μεγαλόφωνα, ανταλλάσσουν φήμες και χτίζουν αφηγήσεις που διαμορφώνουν τη μοίρα των «διαφορετικών». Οι γυναίκες συγκεντρώνονται στα κομμωτήρια με τα ρόλεϊ στα κεφάλια τους, ψιθυρίζοντας και αναμασώντας ιστορίες που καταλήγουν σε ανελέητη κοινωνική κατακραυγή. Σε αυτό το περιβάλλον, η συλλογική συνείδηση έχει μεγαλύτερη δύναμη από την ατομικότητα, και όποιος αποκλίνει από τον άγραφο κώδικα ηθικής γίνεται αντικείμενο χλευασμού, φόβου ή αποκλεισμού.

 Ο Μουνής είναι ακριβώς το προϊόν αυτής της κοινωνίας,  μια φιγούρα που δεν εμφανίζεται ποτέ επί σκηνής, όμως η παρουσία του διαπερνά ολόκληρη την παράσταση. Αυτός ο αφανής, αλλά καθοριστικός πρωταγωνιστής λειτουργεί σαν σύμβολο: είναι το πρόσωπο πάνω στο οποίο η κοινωνία προβάλλει τις προκαταλήψεις, τις φοβίες και τις καταπιεσμένες επιθυμίες της. Η απουσία του είναι στην πραγματικότητα μια πανίσχυρη μορφή παρουσίας. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες μιλούν συνεχώς γι’ αυτόν, τον σχολιάζουν, τον περιγράφουν, τον κρίνουν, τον κοροϊδεύουν ή τον φοβούνται. Έτσι, ο Μουνής αποκτά υπόσταση όχι μέσα από τις δικές του πράξεις, αλλά μέσα από τις αντιδράσεις των άλλων. Αυτή η τεχνική ενισχύει το αίσθημα της καταπίεσης και της κοινωνικής απομόνωσης. Ο Μουνής δεν χρειάζεται να είναι εκεί για να τον καθορίζουν και να τον στιγματίζουν. Η απουσία του δείχνει πόσο εύκολα μια κοινωνία μπορεί να πλάσει έναν "αόρατο" αποδιοπομπαίο τράγο, κάποιον που όλοι κουτσομπολεύουν, αλλά κανείς δεν βλέπει πραγματικά.

Η Νατάσα Παπαμιχαήλ, αναλαμβάνοντας τη σκηνοθεσία του Μουνή, καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στην ωμή γραφή της Λένας Κιτσοπούλου και στη θεατρική της απόδοση, διατηρώντας την αίσθηση ρεαλισμού, αλλά και της υπερβολής που απαιτεί το έργο. Ο τρόπος που χειρίζεται τους ηθοποιούς μέσα στον περιορισμένο χώρο του σκηνικού—είτε αυτό είναι το κομμωτήριο, είτε το καφενείο—δημιουργεί μια αποπνικτική ατμόσφαιρα. Οι χαρακτήρες κινούνται σαν παγιδευμένοι μέσα στον ίδιο τους τον μικρόκοσμο και αυτό ενισχύει την αίσθηση εγκλωβισμού που χαρακτηρίζει το έργο. Οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη με ρυθμό που άλλοτε είναι γρήγορος, γεμάτος φωνές και συγκρούσεις, και άλλοτε βυθίζεται σε σιωπή, φορτισμένη με όσα δεν λέγονται ποτέ ανοιχτά. Η σκηνοθέτρια  δεν αποδίδει απλώς το κείμενο, αλλά αναδεικνύει τη βαθύτερη κοινωνική και ψυχολογική του διάσταση. Ισορροπεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και την υπερβολή, δημιουργώντας μια σκηνική ατμόσφαιρα που αντανακλά τον σκληρό κόσμο της ελληνικής επαρχίας. Με δυνατές θεατρικές συμβάσεις, φωτισμούς και κινησιολογία, αποκαλύπτει τις κοινωνικές πιέσεις και τα καταπιεσμένα συναισθήματα των χαρακτήρων. Η υπερβολή λειτουργεί αποκαλυπτικά, τονίζοντας την ασφυκτική καταπίεση και την τραγική ειρωνεία των καταστάσεων, τις σχέσεις εξουσίας και τη βία του συντηρητισμού.. Παρότι σε κάποιες στιγμές η ρεαλιστική προσέγγιση φαίνεται να περιορίζει το βάθος των θεματικών του έργου, συνολικά η παράσταση παραμένει μια έντονη και δυνατή θεατρική εμπειρία.

Οι ηθοποιοί σφιχτοδεμένο σύνολο με έντονη ενέργεια, ζωντανεύουν τους χαρακτήρες με ερμηνείες που αποδίδουν τις τραγικές αντιφάσεις τους, αποκαλύπτοντας τη σύγκρουση μεταξύ κοινωνικών επιταγών και ατομικών επιθυμιών. Η σκηνική τους παρουσία δεν περιορίζεται στην αφήγηση της ιστορίας, αλλά μετατρέπει την παράσταση σε μια βιωματική εμπειρία που διατηρεί τον θεατή σε συνεχή εγρήγορση. Μέσα από έντονες εναλλαγές συναισθημάτων, σωματική έκφραση και αλληλεπίδραση με τον χώρο, οι ερμηνείες τους φωτίζουν την ασφυκτική ατμόσφαιρα μιας κλειστής κοινωνίας. Η χρήση χιούμορ λειτουργεί αποκαλυπτικά, καθώς υπογραμμίζει την υποκρισία και τη σκληρότητα των κοινωνικών δομών, κάνοντας το δράμα ακόμα πιο αιχμηρό. Έτσι, οι ηθοποιοί δεν αφηγούνται απλά, αλλά μας καθιστούν μάρτυρες μιας ζωντανής και ανατρεπτικής εμπειρίας.

Ο Μουνής της Νατάσας Παπαμιχαήλ είναι μια παράσταση που δεν επιτρέπει στον θεατή να παραμείνει αμέτοχος. Μέσα από έναν συνδυασμό ωμής εικονοποιίας, σκληρής θεατρικότητας και μιας αφηγηματικής προσέγγισης που φωτίζει τη βαθιά ριζωμένη κοινωνική υποκρισία, η σκηνοθεσία αναδεικνύει τη διαχρονικότητα του έργου της Λένας Κιτσοπούλου. Οι σκηνές της καθημερινότητας αποδίδονται με μια ωμή αλήθεια που κάνει τον θεατή να νιώθει σχεδόν σαν ηδονοβλεψίας σε μια κοινωνία που λειτουργεί μέσα από ψιθύρους, βλέμματα και αποσιωπημένα μυστικά. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια εμπειρία που δεν σβήνει εύκολα από τη μνήμη, αφήνοντας πίσω της ένα αίσθημα δυσφορίας, αλλά και βαθύ προβληματισμό. Το παραμύθι του έρωτα και του θανάτου  ξεδιπλώνεται πάνω σε ένα τραπεζομάντηλο καφενείου και διηγείται ιστορίες μιας βίαια δομημένης κοινωνίας. Ο Μουνής, σαν σκιάχτρο σε χωράφι, στέκει ακίνητος, αινιγματικός και σιωπηλός. Παρατηρεί έναν κόσμο που τα γνωρίζει όλα, αλλά προτιμά τη σιωπή, αφήνοντας τις αλήθειες θαμμένες κάτω από την επιφάνεια.

Γράφει η Ρεβέκκα Καββαδά


Σχόλια