Χριστίνα Κυριαζίδη: "Η πανδημία της λήθης πλήττει τον σύγχρονο άνθρωπο"

 

Η ηθοποιός Χριστίνα Κυριαζίδη μιλάει στο Theater Stage για τη θεατρική παράσταση «Της λήθης» η οποία μετά από μεγάλη επιτυχία παρουσιάζεται ξανά στο Θέατρο Φούρνος σε κείμενο και σκηνοθεσία της ίδιας.

Αυτές τις μέρες ανεβάζετε την παράσταση «Της λήθης» στο Θέατρο Φούρνος. Μιλήστε μας για αυτήν.

Είναι μια χοροθεατρική σκηνική σύνθεση (solo performance) βασισμένη στην ποιητική μου συλλογή [λάμδα θήτα]. Αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας ΚΟΚΚΙΝΟ / ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ / ΣΩΜΑ, μια σύμπραξη με τον Ισλανδό συνθέτη Smári Gudmundson. Η τριλογία αφορά την ΓΥΝΑΙΚΑ, και εξερευνά όλες τις πτυχές και προβληματικές της γυναικείας υπόστασης και ταυτότητας - αρχέτυπης, οντολογικής, σεξουαλικής, πολιτικής και κοινωνικής. 

Η παράσταση πραγματεύεται την πανδημία της λήθης και πως πλήττει την σύγχρονη γυναίκα. Μέσα από θραύσματα ιστοριών διαφορετικών γυναικών την στιγμή που η μνήμη τις εγκαταλείπει, παρακολουθούμε το χρονικό ενός σιωπηλού θρήνου. Πρόκειται όμως για μια σιωπή θορυβώδη, γεμάτη άλματα μνήμης, από όπου ξεπηδούν φωνές γυναικών: θύματα γυναικοκτονίας, πολιτειακής βίας, προσφυγιάς, εγκατάλειψης. Μια σειρά γυναικών συναντιούνται πρόσκαιρα και αποσπασματικά λίγο πριν βυθιστούν στην λήθη.  

Ύστερα από έναν επιτυχημένο 1ο κύκλο στον Τεχνοχώρο Φάμπρικα, η παράσταση ταξίδεψε στο ACUD Theater του Βερολίνου, και από τις 2 Μαρτίου επέστρεψε για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων στο θέατρο Φούρνος στην Αθήνα.

Τι σε ώθησε στη συγγραφή του συγκεκριμένου έργου;

Σκόπευα να δημιουργήσω μια περφόρμανς γύρω από το φαινόμενο της γυναικοκτονίας, όταν συνέβη η τραγωδία στα Τέμπη. Εκείνη την περίοδο παρουσιάζαμε ακόμη το [ΚΟΚΚΙΝΟ], το πρώτο μέρος της τριλογίας για την γυναίκα. Λίγες ώρες μετά το συμβάν άρχισα να γράφω ποίηση ακατάπαυστα, και μέσα σε λίγες εβδομάδες είχε ολοκληρωθεί η ποιητική συλλογή [λάμδα θήτα]. Όταν πέρασα στην δημιουργία [ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ] είχε συμβεί και το δυστύχημα με τους 700 στην Πύλο. Το κειμενικό υλικό της παράστασης συμπεριλαμβάνει, όχι μόνο τα ποιήματα της παραπάνω συλλογής, αλλά και πεζά κείμενα που έγραψα εκείνη την περίοδο με αφορμή την Πύλο, καθώς και αποσπάσματα από την “Ανθρώπινη Φωνή” του Ζαν Κοκτώ. Όλο αυτό το υλικό δομήθηκε γύρω από την κεντρική φιγούρα μιας γυναίκας, άλλοτε θύμα και άλλοτε παρατηρητής, σαν μια τελετουργία θρήνου, επώδυνη και λυτρωτική συνάμα. Είναι μια έκκληση στην ΘΎΜΗΣΗ, μια παράσταση ενάντια στην λήθη.   

Η παράστασή σας ταξίδεψε και στο Βερολίνο. Πως ήταν αυτή η εμπειρία;

Ήταν πραγματικά μοναδική.  Χωρίς να μπορεί να συνδεθεί με την γλώσσα και κατα συνέπεια με τα κειμενικά τοπία, το Βερολινέζικο κοινό αγκάλιασε την παράσταση μέσα από την σωματική δραματουργία, τις εικόνες, τους ήχους και τους συνειρμούς, και αξίζει να σημειωθεί ότι, υπήρξε παρά πολύ ενθουσιώδες με αυτήν την δουλειά, πολύ περισσότερο ακόμη και από το Αθηναϊκό κοινό. Αυτό οφείλεται φυσικά και στο γεγονός ότι το θέατρο λόγου είναι η κατεξοχήν σκηνική γλώσσα της Αθηναϊκής σκηνής, σε αντίθεση με το Βερολίνο, όπου το σώμα έχει ιδιαίτερη θέση στην σκηνική δραματουργία, και το κοινό είναι πολύ πιο εκπαιδευμένο σε παραστάσεις που δεν χρησιμοποιούν την περιγραφή για να σκιαγραφήσουν τα συναισθηματικά τοπία, αλλά την αφαίρεση.


Ποιες διαφορές βρίσκεις στο θέατρο του εξωτερικού σε σχέση με την Ελλάδα;

Έζησα 19 χρόνια στο εξωτερικό και είχα την τύχη να παρουσιάσω την δουλειά μου σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και της Νότιας Αμερικής. Σίγουρα η θεατρική πραγματικότητα διαφέρει από χώρα σε χώρα, και κατα κάποιο τρόπο η ελληνική θεατρική σκηνή μοιάζει με την αντίστοιχη της Αργεντινής ή της Βραζιλίας. Συγκριτικά με το Berlin Freie Szene, την ¨ελεύθερη σκηνή του Βερολίνου”, όπου παρουσίασα το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς μου, η ελληνική θεατρική πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική, τόσο οικονομικά, όσο και ποιοτικά. Οι Έλληνες θεατρικοί καλλιτέχνες δουλεύουν κάτω από πενιχρές οικονομικές συνθήκες, πολλές φορές ακόμη και μέσα σε σχήματα κακοποιητικών συμπεριφορών, ενώ είναι εμφανές ότι ενώ οι Έλληνες ηθοποιοί έχουν πάθος και θέληση, τους λείπει η εκπαίδευση και η μέθοδος. 

Σε τι βαθμό πιστεύεις πως η πανδημία της λήθης πλήττει τη σημερινή γυναίκα;

Η πανδημία της λήθης πλήττει τον σύγχρονο άνθρωπο, όχι μόνο τις γυναίκες. Το γεγονός ότι επιτρέπουμε εγκληματικές κυβερνήσεις και σιωπούμε μπροστά σε γενοκτονίες, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα για παράδειγμα, μαρτυρά το βαθμό της διάβρωσης της κοινωνίας μας. Η μνήμη έχει γίνει πολυτέλεια, και φαίνεται ότι για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε πρέπει να αποσιωπήσουμε ένα μέρος της συνείδησης μας. Είναι τρομερά λυπηρό και συνάμα επικίνδυνο. Η τέχνη οφείλει να υπενθυμίσει και να αφυπνίσει, να μην μας επιτρέψει να βυθιστούμε στην ασφάλεια της λήθης. 

Ποιο είναι το μήνυμα που θέλεις να περάσεις στο θεατή μέσα από το έργο σου;

Δεν ξέρω αν θα το ονόμαζα “μήνυμα” γιατί δεν κάνω ένα θέατρο ιδεών και μηνυμάτων. Μέσα από τις δημιουργίες μου επιθυμώ να ερεθίσω στον κάθε θεατή ξεχωριστά τα δικά του συνειρμικά τοπία μέσα στα πλαίσια της θεματολογίας που κινούμαι κάθε φορά. Στην συγκεκριμένη δουλειά επιθυμώ να κάνω τον θεατή συνεργό σε μια εμπειρία βίας, τρέλας, απόγνωσης, απώλειας και πόνου. Είναι μια σκληρή παράσταση, αν και ο λόγος και η σωματική δραματουργία ακολουθούν ποιητικά σχήματα και εικόνες. 

Επιμέλεια Γιάννης Σεβαστίκογλου

Σχόλια