Είδαμε τη "Μνήμη Θολή" στο Θέατρο Μεταξουργείο με την Άννα Βαγενά σε ένα κουαρτέτο απόλυτα εναρμονισμένων υπάρξεων που ζουν κι αναπνέουν επί σκηνής
Όμως ο κάθε ένας και η κάθε μία ψυχή το εξατομικεύει διαφορετικά, δραματικά, μελοδραματικά ή και (ενίοτε) κωμικοτραγικά.
Η αδυναμία να κάνουμε “deprogramming-reprogramming” των παιδικών καταγραφών και του αρχικού οικογενειακού (ή ευρύτερα κοινωνικού) προγραμματισμού οδηγεί σε υπερφόρτωση τής RAM, σε αδυναμία να προβούμε σε “delete + empty trash” και σε βραχυκύκλωμα εν τέλει τής «βραχείας μνήμης», που οδηγεί – με μαθηματική ακρίβεια – στην κατάρρευση τού σκληρού δίσκου τού εγκεφάλου μας και στο “κρασάρισμα” (εν τέλει) ολάκερης της ψυχοσωματικής μας δομής.
Οι άνθρωποι δεν καταρρέουν επειδή δεν αγαπιούνται. Μπορούν κάλλιστα να αγαπηθούν από μόνοι τους και να κάνουν θαύματα δια της υπερβάσεως κάθε προσκολλήσεως σε άλλα άτομα.
Η Ύλη είναι μια προσωρινή κατάσταση τού Φωτός, τού Ανεσπέρου, τού α-Ληθούς.
Η Αλήθεια θα μας λυτρώσει. Και μαζί μ’ εμάς την πολύπαθη Γαία.
Στο καλογραμμένο αυτό θεατρικό έργο, που εντάσσεται στη ρεαλιστική, αληθοφανή ηθογραφία και δεν εμπεριέχει στοιχεία σουρεαλιστικά, ή παράλογα, ενόσω η ποιητική του ενέχει τον ηρωισμό τής καθημερινότητας, η ιδιόλεκτος είναι απλή, αφαιρετική, καλώς συμπληρούμενη από τα παραγλωσσικά στοιχεία (και όχι μόνον τού «σωματικού θεάτρου»), αλλά ήχοι και εικόνες, η πανταχού παρούσα κραταιά βροχή δίνει τον τόνο τής συναισθηματικής υπερχείλισης μιας λίμνης που θα πλημμυρίσει τα πάντα.
Η μάννα που προσκολλάται στο γιο της και ζει μέσω αυτού. Ο ατακτούλης σύζυγος, που ως «Κύριος Καθηγητής» αποπλανά φοιτήτριες. Η μακιαβελλική Φοιτήτρια που ψοφάει να κάνει καριέρα. Κι ο «Ξένος», όχι τού Καμύ, αλλά τής διαρκούς προσφυγιάς, τής αιώνιας απελπισίας τού ξερριζωμού. Η Άννα Βαγενά είναι μια σημαντικότατη θεατράνθρωπος με πλήρη συνείδηση τής κοινωνικής αποστολής της. Εξαιρετικό κουαρτέτο εγχόρδων από παθιασμένους διονυσιακούς τεχνίτες με πλήρη επίγνωση τής ερμηνευτικής τους κατάρτισης.
Υπέροχα τα βίντεο-αρτ, οι φωτισμοί, η κινηματογραφική μουσική τού Λουκιανού Κηλαηδόνη, ο αναπεπταμένος σκηνικός χώρος, τα υποδηλωτικά έπιπλα, η μετάβαση από σκηνή σε σκηνή με ταχύ ρυθμό, μα πάνω απ’ όλα τα ζέοντα, πάσχοντα σώματα των εξαιρετικά συντονισμένων και ταιριαστών μεταξύ τους ηθοποιών που συναπαρτίζουν μια ιδιαίτερων αποχρώσεων θεατρική «οικογένεια» συνδημιουργούν με τον κατασυγκινημένο «επαρκή» θεατή μια μοναδική κι ανεπανάληπτη, κάθε φορά διαφορετική σκηνική εμπειρία.
Τα υποφώσκοντα μελοδραματικά στοιχεία βγαίνουν στην επιφάνεια επιλεκτικά ως αναγκαστική υπερχείλισις κι όχι ως αυτοσκοπός. Καθαρός κινηματογραφικός νεορεαλισμός. Ανυπομονώ να το δω σε τηλεταινία ή και σε τηλεοπτική σειρά.
Γράφει ο ποιητής, θεατρολόγος, μεταφρασεολόγος και κριτικός
Κωνσταντίνος Μπούρας
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου