Είδαμε την παράσταση "Ένας Ξένος" στο Θέατρο Φούρνος.

 Στη χορεία των αμετανόητων δολοφόνων (κατά συρροήν ή εφάπαξ) προστίθεται ο άθεος «Ξένος», που παραπέμπει διακειμενικά, καθώς και δι-ϋποκειμενικά στον ενδοοικογενειακό φόνο που λαμβάνει χώρα στο ομότιτλο θεατρικό έργο τού Καμύ. Εδώ όμως το κίνητρο δεν είναι τα λεφτά. Καμία κριτική (άμεση τουλάχιστον) στον υλιστικό αντιπνευματικό, αντιποιητικό, κενό περιεχομένου και άνευ ουσίας λεγόμενο «Δυτικό Πολιτισμό».

Ο Μερσώ ζει μιμητικά και μηχανικά, υποχωρητικά και ενδοτικά, συμβιβαστικά και με διπλωματική ψυχρότητα, δίχως φιλοδοξίες έναν ανούσιο βίο από τον οποίο βιάζεται να απαλλαγεί χωρίς να έχει ουσιαστικά κάπου να αποδράσει. Δεν έχει συναισθήματα. Κυριαρχούν οι σωματικές του ανάγκες. Είναι σαν ένα μικρομέγαλο προνήπιο χωρίς ηθικές προφυλάξεις-επιφυλάξεις-περιορισμούς. Δεν έχει προκαταλήψεις μήτε προκατασκευασμένες ιδέες. Για την ακρίβεια, δεν έχει τίποτα. Είναι άδειος. Ζει την απόλυτη κενότητα τού μηδενός. Ακόμα και το υπαρξιακό άγχος δεν τον αγγίζει. Ζει κατά τύχην και όλα τού συμβαίνουν στην Τύχη.

Καμία αναγκαιότης μηδεμία συμβατικότης. Είναι ακριβώς το αντίθετο τού μικρομεσοαστού. Αντιδρά αδιάφορα στην πρόταση τού αφεντικού του για προαγωγή (εκεί όπου άλλες/άλλοι/άλλα αναρριχητικά όντα θα θυσίαζαν τα πάντα, εκείνος δεν δίνει δεκάρα τσακιστή). Αυτό τρομάζει τους άλλους και ενίοτε τους θέλγει (παραδείγματος χάριν την αρραβωνιαστικιά του). Όλα καλά μέχρι τη στιγμή που η «κακιά η ώρα» και οι «κακές παρέες» τον οδηγούν στον φόνο. Δεν ξέρει να εξηγήσει το πώς και το γιατί. Δεν έχει κίνητρα. 

Μπερδεύει ανακριτές και εισαγγελείς με την απροκάλυπτη ειλικρίνειά του που δεν διαγιγνώσκεται ως ψυχοπάθεια αλλά ως εγκληματική προμελέτη. Είναι ψυχρός αλλά όχι και εκτελεστές. Αυτό οι άλλοι δεν το καταλαβαίνουν. Ακόμα και ο ιερωμένος που επιμένει να τον εξομολογήσει στη φυλακή λίγο πριν την εκτέλεση τής καταδίκης του σε αποκεφαλισμό. Είναι «τέρας» αλλά όχι «ιερό».

Είναι ένα αξιοπαρατήρητο φυσικό φαινόμενο. Σαν τον «Ρομπέρτο Τσούκο» τού Κολτές. Αντίθετα, οι ζενεϊκές «Δούλες» έχουν κίνητρο: την καταπίεσή τους από την Κυρία, τις ταξικές διαφορές, την πάλη των τάξεων, την αντίκρουση διαφορετικών πολιτισμικών μορφωμάτων και τα λοιπά και τα λοιπά… Εδώ δεν συντρέχει κανείς λόγος για βαθυστόχαστες κοινωνιολογικές-πολιτικές αναλύσεις. Δεν κλείνει τη μάννα του στο γηροκομείο λόγω φτώχειας αλλά γιατί δεν έχουν τίποτα να πούνε μεταξύ τους. Δεν έχουν συνάψει ουδεμία σχέση. Είναι δύο ξένοι, όπως ξένος είναι αυτός ο μη-ήρωας με όλα τα όντα που τον πλησιάζουν για καλό ή κακό, τον χειρίζονται, τον εκμεταλλεύονται, τον παρατηρούν, τον κάνουν χάζι…

Αμήχανος ο θεατής παρακολουθεί ένα καλογραμμένο, καλοφτιαγμένο δράμα πέραν τού αστικού και τού τραγικού. Δεν είναι καν υπαρξιακό. Ουδεμία φιλοσοφική απόληξις. Μόνο το κενό, γυμνό, αποτρόπαιο, δυσοίωνο.

«Σκοτεινό» έργο που λειτουργεί ομοιοπαθητικά στους επαρκείς θεατές που αναζητούν ομαδική δραματοθεραπεία. Εκπληκτικοί ηθοποιοί, πρωτεϊκοί, ατμοσφαιρικά σκηνικά, κινηματογραφική διαπλάτυνση τού χώρου ως στούντιο… ηχητικό τοπίο υποβλητικό. Μια μυσταγωγία, τελετουργία χωρίς θρησκευτικότητα, μήτε καν διονυσιακό παγανισμό.

Από τις πλέον πρωτότυπες και απαρόμοιαστες σκηνικές απόπειρες αυτής τής γόνιμης θεατρικής περιόδου.

O σκηνικός διαμοιρασμός τού ιδιώνυμου ρόλου σε δύο ηθοποιούς υποδηλώνει μεν σχιζοφρένεια, θα μπορούσε όμως να είναι και εικονοποίηση τού ανώριμου «εσωτερικού παιδιού» που ζει μία παράλληλη κρυφή ζωή μέσα στον λειτουργικό εν πολλοίς ενήλικα.

Μέχρι τη στιγμή τού φόνου, που ΔΕΝ πέφτουν όλοι «από τα σύννεφα» είναι ένας αξιέπαινος εργατικός υπάλληλος για προαγωγή… Αυτό τα λέει όλα. Μετά θυμούνται σχεδόν απαξάπαντες ότι δεν έκλαψε στην κηδεία τής μητέρας του κι αυτός ανταπαντά ότι …ζεσταινόταν και …νύσταζε!!! Μάλιστα.

Δείτε το ανυπερθέτως. Μην το χάσετε, εάν δεν θέλετε να πλήξετε αλλού, άλλως πως... Μετανεωτερική αναδόμησις, ερευνητική επάρκεια, μελετητική οξυδέρκεια.

Γράφει ο ποιητής, θεατρολόγος, μεταφρασεολόγος και κριτικός

Κωνσταντίνος Μπούρας.

Σχόλια