Αποστόλης Κόκκαλης: "Το Κόκκινο Ρομάντζο είναι ένα έργο που αγαπήσαμε από τα χρόνια της δραματικής σχολής".

Αυτή την εποχή πρωταγωνιστείς στο "Κόκκινο Ρομάντζο" στο Θέατρο Φούρνος. Μίλησε μας για αυτήν τη δουλειά.

Το Κόκκινο Ρομάντζο είναι ένα έργο που αγαπήσαμε από τα χρόνια της δραματικής σχολής. Μας γοήτευσε ότι ενώ δομικά μοιάζει ένα απλό έργο, κινείται σε πολλά επίπεδα και θίγει πολλά ζητήματα.

Στην Οδησσό του 1981, ένας άντρας και μία γυναίκα συναντιούνται στην αποβάθρα του λιμανιού και αναπτύσσουν ένα ιδιότυπο “ρομάντζο”.

Το έργο είναι ένας μακρύς διάλογος δύο χαρακτήρων. Αλλά αυτός ο διάλογος έχει τόση “κίνηση”! Τα λόγια και οι σιωπές έχουν δράση. Οι ήρωες μέσα σε μία ώρα ξεγυμνώνονται και αποκαλύπτουν όσα έχουν μέσα τους. Αυτό με γοήτευσε περισσότερο στο έργο. Το δράμα και η κωμωδία της ανθρώπινης επαφής. Η απειλή εναλλάσσεται με το χιούμορ και η ελπίδα με την απογοήτευση.

Σχετικά τώρα με την οπτική μας στο έργο. Στο συγκεκριμένο εγχείρημα εμπιστευθήκαμε απόλυτα το κείμενο. Οι αντιστοιχίες με το σήμερα είναι πολλές, αλλά δε θελήσαμε να νοθεύσουμε το κείμενο με κάτι σύγχρονο. Αντίθετα επιλέξαμε να ζωντανέψουμε το κλίμα εκείνης της εποχής και να ακούσουμε την ιστορία αυτών των δύο ανθρώπων αυτούσια.

Ποια στοιχεία συνθέτουν τον χαρακτήρα που υποδύεσαι στο έργο;

Ο Φέντια είναι ένας χαρακτήρας που θέλει να αλλάξει τη ζωή του αλλά δεν πιστεύει πως έχει τη δύναμη. Δεν πιστεύει αρκετά στον εαυτό του. Είναι ένας δραματικός χαρακτήρας, άθελα του γελοίος και κωμικός μέσα στη δράση του έργου.

Το βασικό χαρακτηριστικό του είναι ότι παραποιεί την αλήθεια. Αυτό του δίνει αυτοπεποίθηση και δύναμη. Είναι ο τρόπος του να εκφράσει τα ενδόμυχα του. Τα ψέματα του όμως τα χτίζει με υλικά της δικής του αλήθειας. Έτσι μόνο μπορεί να επικοινωνήσει με τους άλλους, να ονειρευτεί και να διεκδικήσει. Το αν αυτό τον μετακινεί προς τα κάπου ή τον αφήνει στάσιμο θα φανεί στο έργο.

Πως αποφασίσατε να δουλέψετε πάνω στο συγκεκριμένο έργο του Alexander Gelman;

Η πρώτη μας επαφή με το συγκεκριμένο έργο ήταν μερικά χρόνια πριν, στις απολυτήριες εξετάσεις της δραματικής σχολής. Εγώ και η συμπρωταγωνίστρια μου ήμασταν τότε σπουδαστές στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Επιλέξαμε λοιπόν να δουλέψουμε και να παρουσιάσουμε μια σκηνή του έργου, στα πλαίσια του μαθήματος της υποκριτικής.

Μας είχε εντυπωσιάσει η γραφή του Γκέλμαν που με τους τόσο πυκνούς και άμεσους διαλόγους του, επιχειρεί τόσο λεπτομερή ανατομία στους χαρακτήρες του έργου. Θυμάμαι πως τότε μόλις είχε εμφανιστεί ο covid και ακόμη δεν ξέραμε σαν κοινωνία πως να αντιδράσουμε σ’ αυτό. Είχαν βάλει λοιπόν ένα κανόνα, να μην αγγιζόμαστε και να μην πλησιαζόμαστε επί σκηνής. Αυτό ήταν πρόβλημα για πολλά κομμάτια. Πόσο μάλλον για το δικό μας, που είχε αρκετή σωματική επαφή. Βρήκαμε τη λύση τότε, να παρουσιάσουμε όλο το κομμάτι, βάζοντας το σε τηλεφωνική συνθήκη. Χωρίσαμε το χώρο της σκηνής στα δύο και οι χαρακτήρες, μιλούσαν και τσακωνόντουσαν από το τηλέφωνο. Είχε πολύ ενδιαφέρον σαν συνθήκη, αλλά δεν ήταν αυτό το πνεύμα του έργου. Οι εξετάσεις τελικά έγιναν και μάλιστα κλειστές στο κοινό… Σε καμία περίπτωση δεν ήταν αυτό που φανταζόμασταν. Έτσι δώσαμε μια υπόσχεση να παρουσιάσουμε, κάποια στιγμή στο μέλλον, όλο το έργο, όπως το είχαμε φανταστεί. Ήρθε λοιπόν η στιγμή.


Αντιμετώπισες κάποιες προκλήσεις στο συγκεκριμένο ανέβασμα;

Ναι. Αυτό που μας δυσκόλεψε ήταν ότι σκηνοθετούμε και παίζουμε στη παράσταση. Σε κάποιες πρόβες έπρεπε να λειτουργούμε σαν σκηνοθέτες και σε κάποιες σαν ηθοποιοί. Αυτό ήταν μια πρόκληση για εμάς. Παρόλα αυτά πιστεύω πως τα καταφέραμε αρκετά καλά, μέσα σε αυτό το χάος.

Τώρα όσον αφορά το κείμενο του Γκέλμαν, η κύρια πρόκληση ήταν να μπορέσουμε να αποδώσουμε όλη την πορεία της επαφής αυτών των δύο ανθρώπων. Ένας άντρας και μια γυναίκα συναντιούνται, για μία ώρα και κάτι, σε ένα παγκάκι και η επαφή τους περνάει από πολλά στάδια. Όλες αυτές οι ποιότητες της επαφής και οι ψυχολογικές μεταπτώσεις τους έπρεπε να φωτιστούν και να ξεχωρίσουν αλλά και να είναι ταυτόχρονα κομμάτι μιας μη διακεκομμένης πορείας. Η δράση εκτυλίσσεται σε ρεαλιστικό χρόνο. Όλα γίνονται επί σκηνής, τίποτα δεν αποκρύπτεται.

Ποια μηνύματα επιθυμείς να λάβει ο θεατής μέσα από την παράσταση;

Ένα θεατρικό έργο λειτουργεί σε πολλά επίπεδα και στο τέλος της μέρας ο καθένας θα εστιάσει σ’ αυτό που έχει ανάγκη να δει.

Στο έργο του Γκέλμαν υπάρχουν ευδιάκριτα, το κοινωνικό και το προσωπικό επίπεδο. Στο πρώτο, οι ήρωες ασφυκτιούν σε μια κοινωνία που τους επιβάλλει ρόλους και προσδοκίες. Στο δεύτερο επίπεδο, προσπαθούν να επικοινωνήσουν ουσιαστικά, να ρίξουν τις άμυνες τους και να ακουμπήσουν ο ένας στον άλλο. Πως να γίνει όμως αυτό όταν ο άνθρωπος έχει διαβρωθεί από μέσα; Όταν κι ο ίδιος έχει χάσει το “εγώ” του μέσα σε ένα βολικό “εμείς”;

Η Βέρα λέει σε κάποια στιγμή στο έργο “Κανείς δεν αγαπά κάποιον που έπαψε να πιστεύει στον εαυτό του.” Οι ήρωες του Γκέλμαν, θέλουν να πιστέψουν αλλά δε βρίσκουν το τρόπο.

Ποιο ήταν το ερέθισμα που οδήγησε στην ενασχόληση σου με το θεατρικό χώρο;

Από μικρός ήθελα. Απ’ όταν ήμουν στην έκτη δημοτικού και ανεβάσαμε με τη δασκάλα μας τον “Οδυσσεβάχ” της Ξένιας Καλογεροπούλου. Δεν είχαμε επαφή με τη θεατρική αγωγή και το θεατρικό παιχνίδι τότε. Η δασκάλα μας, η κ. Ευανθία Λάππα δεν είχε καμία σχέση με το χώρο, αλλά είχε πολύ όρεξη και μεράκι και της χρωστάω πολλά. Χάρις αυτήν τη συγκυρία, βρήκα ένα τρόπο έκφρασης που μου ταίριαζε.

Τώρα και εγώ, έχοντας σπουδάσει στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, ασχολούμαι με το θέατρο εκπαίδευση. Είναι πολύ σημαντικό να δίνεις σε ένα νέο άνθρωπο ένα τρόπο έκφρασης και η Εκπαίδευση σήμερα, δυστυχώς, δεν επενδύει σ’ αυτό.

Έχεις κάποια άλλα επαγγελματικά σχέδια στα σκαριά;

Προς το παρόν όχι. Έχω επικεντρωθεί στη παράσταση μας αυτό το καιρό. Από το νέο χρόνο θα δείξει.

Επιμέλεια Γιάννης Σεβαστίκογλου

Σχόλια