Η μετανεωτερική παράπλευρη ωφέλεια είναι ότι μπουχτίσαμε τόσο πολύ από τα αποδομητικά φληναφήματα που ξαναγύρισε το πλατύ θεατρόφιλο κοινό σε δοκιμασμένες αφηγηματικές τεχνικές.
Και τι καλύτερο από μια δοκιμασμένη επιτυχία τού αχτύπητου δίδυμου Ασημάκη Γιαλαμά και Κώστα Πρετεντέρη, που έσπασε ταμεία στην εποχή της και συνεχίζει ακόμα και σήμερα.
Η διασκέδαση είναι επιτακτική ανάγκη τού μικρομεσαίου αστού, ειδικά εκείνων που ονειρεύονται κοινωνική-οικονομική άνοδο και καταξίωση.
Αυτό το έργο, όπως και ανάλογες κινηματογραφικές επιτυχίες, εκτός από την ομότιτλη ταινία τού 1969 λειτουργούν ομοιοπαθητικά και δραματοθεραπευτικά για το κοινό, αφού περνάνε με δεξιοτεχνικό τρόπο το κυρίαρχο ιδεολόγημα τής εποχής, αλλά όχι μόνον.
Δυστυχώς ο άνθρωπος δεν εξελίσσεται τόσο γρήγορα, ό,τι κι αν διατείνεται ο Δαρβίνος… Πάντως εδώ, στο συγκεκριμένο κωμικό αστικό δράμα δεν συμπεριλαμβάνεται κάποια ειδεχθής σύγκρουση μεταξύ Νεάντερταλ (Homo neanderthalensis) και Homo Sapiens. Ανήκουν όλοι στο απροσδιόριστο, εξωστρεφές, εκδηλωτικό, φωνακλάδικο, γλεντζέδικο, μελοδραματικό είδος τού Homo… Mediterraneus [αστειεύομαι! Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, τουλάχιστον μέχρι σήμερα].
Ο νεοέλληνας είναι φιλόξενος, συμπεριληπτικός, αντιρατσιστικόν όν με ιδιαίτερες κοινωνικές δεξιότητες και αξιοθαύμαστη διπλωματική προσαρμοστικότητα. Άλλωστε και η βασική πρωταγωνίστρια είναι εξόχως παραμυθατζού, όπως μυθομανείς είναι και πολλά από τα λοιπά δραματικά πρόσωπα…
Οι ίδιοι ψευδο-αποκλεισμοί και παρόμοιοι «μοργανατικοί γάμοι» συνεχίζονται ακόμη και σήμερα.
Μόνον που εδώ απομυθοποιείται η ντόπια «αριστοκρατία», η οποία φέρεται (ποιητική αδεία) να έχει ρηχές ιστορικές ρίζες… Κι εδώ ακριβώς έγκειται το ψυχαγωγικό μέρος αυτής τής καλοστημένης θεατρικής παραβολής, όπου το λούμπεν προλεταριάτο, η εργατική τάξη και η ανερχόμενη μικρομεσαία τάξη, παρά τις φαινομενικές διαφορές τους φλερτάρουν με την επίγεια, προθανάτια – εν ζωή – υλιστική ευδαιμονία.
Χαρακτηριστικό είναι πως οι εκ γενετής μεσοαστές θέλγονται ερωτικά από τις βίαιες εκρήξεις τού “brutal” οξύθυμου χωροφύλακα.
Βία και σεξ, χμ…. Σε light εκδοχή φυσικά, λόγω χούντας («πατρίς, θρησκεία, οικογένεια»). Η αισθητική-ιδεολογία όμως τού BDSM εφαρμοζόταν στην πράξη σε κρυφά κολαστήρια μέσα από παντοειδή βασανιστήρια…
Εδώ σε αυτό το καλογραμμένο έργο με το άπειρο κοινωνιολογικό- λαογραφικό ενδιαφέρον, η μετεμφυλιακή Ελλάδα περνάει από τις
Συμπληγάδες Πέτρες μιας δικτατορίας που ακροβατεί στον χώρο τού παραλόγου.
Έτσι το σουρεαλιστικό στοιχείο ορθώς εικονοποιείται στο μπρεχτικό-επιθεωρησιακό σκηνικό τής συγκεκριμένης παράστασης, με τις συγκινητικά εξεζητημένες ερμηνείες, όπου τα άτομα μετατρέπονται σε γραφικές φιγούρες και οι χαρακτήρες σε ρόλους στυλιζαρισμένους με υπερβολική σωματικότητα. Η ακραία σωματική εκφραστικότητα εξ άλλου είναι κοινό χαρακτηριστικό τού λαϊκού παραδοσιακού θεάτρου και τού μετέπειτα «αρχοντικού» θεάματος. Εξ ου και το λεγόμενο «αρχοντορεμπέτικο».
Η εθνολογική ιδιομορφία όμως τής Ελλάδας μετά την Επανάσταση τού 1821 δεν επιτρέπει στεγανά μήτε αποκλεισμούς ρασιοναλιστικού τύπου. Χαρακτηριστικό το επιφώνημα «σιγά τον πολυέλαιο» στις δεξιώσεις τής πρώτης βασίλισσας των απελευθερωμένων Ελλήνων, όπου οι εθνοσωτήρες «Κλέφτες κι αρματολοί» πήγαιναν στις δεξιώσεις της με τα κουμπούρια τους…
Έτσι και σε αυτό το σενάριο, η επαναστατημένη απεργός προλετάρια (που δουλεύει νυχθημερόν σε φάμπρικα) δεν έχει καθόλου ιδεολογικό πρόβλημα να παντρευτεί ο χαϊδεμένος γιόκας της μιαν «αρχόντισσα», αφού κι αυτή από τους αντάρτες «κλεφταρματολούς» κατάγεται!!!
Ακούγεται μάλιστα (από την φρεσκο-πεθερά ανερχόμενη μεσοαστή –αναφερόμενη στην οικογένεια τής πολύφερνης νύφης) η τούρκικης προελεύσεως λέξη «καϊξής», που έψαξα να βρω τι σημαίνει: βαρκάρης, κωπηλάτης, εργαζόμενος σε καΐκι ή ίσως κι ο ιδιοκτήτης του… Σε λαθρεμπόριο πάει ο νους τού υποψιασμένου θεατή-αναγνώστη-ερευνητή τών κοινωνικών φαινομένων.
Εξαιρετικές επαγγελματικές επιδόσεις όλων των συντελεστών. Δεν θέλω (για λόγους αρχής) να ξεχωρίσω καμία και κανέναν, αν και με εξέπληξε για τις φωνητικές και παντομιμικές του δεξιότητες ο ηθοποιός που υποδυόταν τον δεύτερο χωροφύλακα (Βαγγέλης Σαλευρής, υποθέτω), καθώς και η εξαίρετη Κοραλία Τσόγκα, στον ρόλο τής ατυχούς συζύγου ενός δεξιών φρονημάτων λούμπεν διαρρήκτη, που ήταν πάντα «σπίτι-φυλακή-σπίτι…», όπως χαρακτηριστικά δηλώνει η ίδια και ήξερε να επιβιώνει θυσιάζοντας τα πάντα στο βωμό τής αγίας Επιβίωσης…
Γράφει ο ποιητής, θεατρολόγος, μεταφρασεολόγος και κριτικός
Κωνσταντίνος Μπούρας.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου