Είδαμε την παράσταση Άλκηστη του Ευριπίδη, από τον Γιόχαν Σίμονς, στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

Με ένα θεατρικό γεγονός διεθνούς εμβέλειας, την παράσταση «Άλκηστις», του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Γιόχαν Σίμονς, ιδρυτή του διάσημου Theater Hollandia, ενός από τους πρωτεργάτες της ευρωπαϊκής θεατρικής πρωτοπορίας ξεκίνησε τη φετινή σεζόν στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου  στις 1 & 2 Ιουλίου 2022. Μια πολυαναμενόμενη παγκόσμια πρεμιέρα, η οποία στην Ελλάδα θα παρουσιαστεί αποκλειστικά στην Επίδαυρο, πριν αναχωρήσει για τη Γερμανία, καθώς πρόκειται για συμπαραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου με το κρατικό γερμανικό Schauspielhaus Bochum.

Ο Σίμονς, επισκέφθηκε πρώτη φορά το Φεστιβάλ το 2002 με τις Βάκχες του Ευριπίδη και επανήλθε το 2009 με το Καζιμίρ και Καρολίνα του Χόρβατ σε συν-σκηνοθεσία με τον συνεργάτη του Paul Koek, είναι γνωστός για τη μουσική προσέγγισή του στα κείμενα και την εντυπωσιακά μινιμαλιστική αισθητική του. Στο νέο αυτό έργο επιχειρεί μια σύγχρονη μεταγραφή της Άλκηστης με όχημα τη μουσική της ομώνυμης όπερας του Γκλουκ, τοποθετώντας τέσσερις τραγουδιστές- δύο σοπράνο, δύο μεσόφωνους - και ένα εκκλησιαστικό όργανο στη θέση του Χορού. Η λογική του Σίμονς είναι να επιλέγει μια ριζοσπαστική προσέγγιση απέναντι στα κείμενα, ρίχνοντας βάρος στη μουσική διάσταση του λόγου και στοχεύοντας στη μουσικότητα της παράστασης.

Η « Άλκηστις» του Ευριπίδη ίσως το πιο αινιγματικό έργο του τραγικού ποιητή, που αμφιταλαντεύεται μεταξύ σάτιρας και τραγικότητας, θίγοντας μεγάλα θέματα, όπως τον θάνατο, τη δειλία, την αξιοπρέπεια και την αξία της ζωής, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας. Το 2017 το είχε ανεβάσει στην Επίδαυρο και η ίδια η Καλλιτεχνική Διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου Κατερίνα Ευαγγελάτου.

Το έργο έχει να κάνει με την προσφορά, την αυταπάρνηση, την αυτοθυσία, τα στερεότυπα, τους ψυχαναγκασμούς, τις συνέπειες της αποφυγής και της προσφοράς και μας καλεί να σκεφτούμε ότι τα κίνητρα για τις πράξεις μας δεν είναι πάντα τα προφανή, ούτε βέβαια άδολα. Μπορεί μια πράξη να φαίνεται σαν θυσία, αυταπάρνηση, αλλά να μην είναι. 

Όλα συμβαίνουν, γιατί οι πρωταγωνιστές ουσιαστικά είναι ασυνείδητοι. Και με αυτό εννοώ ότι δεν  έχουν επίγνωση των συναισθημάτων και  κατά συνέπεια των κινήτρων που κρύβονταν πίσω από τις πράξεις τους. Ο βασιλιάς των Φερών, Άδμητος, αμέλησε την ημέρα της γιορτής των γάμων του να θυσιάσει στην Άρτεμη και ως τιμωρία βρήκε το νυφικό του δωμάτιο γεμάτο δράκοντες και φίδια, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να πεθάνει. Αυτό είναι σφάλμα και ευθύνη δικιά του όμως. Ο Απόλλωνας (Viktor IJdens ) τιμωρημένος από τον Δία, για δικό του παράπτωμα, εργάζεται ως βοσκός για τον Άδμητο , τον οποίο έχει πραγματικά συμπαθήσει λόγω της θερμής φιλοξενίας του, οπότε μεσολαβεί στη θεά και κανονίζει να δοθεί η επιλογή στον βασιλιά να μην πεθάνει ο ίδιος, αν κάποιος από τους συγγενείς του αποφασίσει να θυσιαστεί στη θέση του. Ο ηλικιωμένος πατέρας του αρνείται να θυσιαστεί για χάρη του. Όμως η γυναίκα του, η Άλκηστη, προσφέρεται και όντως πεθαίνει στη θέση του. Εδώ ο Άδμητος απλά παραθερίζει, ή μένει σε ένα κάμπινγκ, ένα κοινόβιο με την οικογένειά του και διασκεδάζει, ενώ η γυναίκα του  θυσιάζεται για να ζήσει εκείνος βασιλιάς. 

 Στην παράσταση του Γιόχαν Σίμονς, δεν αναφέρεται το προηγούμενο για να δικαιολογηθεί η τιμωρία και βέβαια η εμπλοκή του Απόλλωνα, ούτε γίνεται λόγος  για την προσωπική ευθύνη.  Μια γυναίκα από αγάπη αποφασίζει να θυσιαστεί για να ζήσει ο άντρας της. Εννοείται ότι τον 21ο αιώνα δε μπορούμε να μιλάμε για μένος των θεών, όμως μια καταστροφή μπορεί να οφείλεται σε άλλες πράξεις, που όμως δεν αναφέρονται. Ποιος μπορεί να αξιολογήσει τη ζωή του άλλου; Πως μια ζωή είναι  πολυτιμότερη από κάποια άλλη;

Η μεταφορά του έργου σε ένα διαφορετικό πολιτισμικό επίπεδο ίσως να είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον και  να αιτιολογούσε κάθε πράξη, αλλιώς πρόκειται για ένα ροκ ζευγάρι με τα παιδιά τους στο κάμπινγκ που  χαίρονται τον έρωτά τους και περνούν καταπληκτικά ως την ώρα που η μητέρα της οικογένειας αφ’ εαυτού αποφασίζει να πεθάνει στη θέση του άνδρα της.

Αν οι πρωταγωνιστές είχαν επίγνωση των κινήτρων τους και είχαν αναλάβει την ευθύνη τους, τότε η ιστορία θα εξελισσόταν τελείως διαφορετικά. Ο Άδμητος θα δεχόταν τις συνέπειες των πράξεων του, αφού η αρχή της πραγματικότητας δεν θα του επέτρεπε να είναι ευτυχής, έχοντας διαπράξει ατόπημα, ακόμα και αν ξέφευγε της τιμωρίας, η Άλκηστη δεν θα ασχολιόταν με το ανθρωπάριο  αυτό και θα κυνηγούσε αλλού την τύχη της και ο Ηρακλής , που έρχεται αργότερα ανυποψίαστος, ίσως έψαχνε αλλού φιλοξενία, αποστρεφόμενος τον Άδμητο.

Ο περαστικός Ηρακλής (Pierre Bokma ), εμφανίζεται χαρούμενος σαν τη Ντόρα τη μικρή εξερευνήτρια με το σακ βουαγιάζ στην πλάτη και κανείς,  πρώτα από όλα ο Άδμητος δεν του αποκαλύπτει ότι το σπίτι είναι βουτηγμένο στο πένθος. Ακούγεται το τραγούδι  του  Lee Hazlewood “ for one moment”  δηλώνοντας το πόσο μόνος νιώθει τώρα χωρίς εκείνη, όμως  στο όνομα της φιλοξενίας παρακάμπτει το  ουσιαστικό του πένθος, με αποτέλεσμα να γελοιοποιεί και τον φιλοξενούμενό του, που τον αφήνει σε μια ηδονική άγνοια. Αυτός  κάθεται αμέτοχος στη θλίψη στο σπίτι του φίλου  Άδμητου και γλεντοκοπάει με φαγοπότια, έως την στιγμή που μαθαίνει από την μόνη νοήμονα του σπιτιού την τροφό ότι κάτι σοβαρό έχει συμβεί.  Για να ξεπληρώσει τη φιλοξενία του φίλου του αποφασίζει να αναμετρηθεί με τον Χάρο για να φέρει πίσω στον Άδμητο την αγαπημένη του  Άλκηστη.

 Αν λίγο εμβαθύνουμε στην ψυχοσύνθεση και τις συμπεριφορές των πρωταγωνιστών διαπιστώνουμε ότι αναδύονται χαρακτηριστικά και κίνητρα που δεν συνάδουν με τα φαινομενικά, τα οποία οι περισσότεροι από εμάς είχαμε κατά νου, όταν παρακολουθήσαμε το έργο. 

Ο  Άδμητος,  παρουσιάζεται δειλός και η στάση του είναι σίγουρα αντιηρωική. Είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος κατηγόρησε τον πατέρα του ότι δεν θέλησε να θυσιαστεί για χάρη του, υπονοώντας ότι η ζωή του δεύτερου είχε μικρότερη αξία λόγω της  προχωρημένης του ηλικίας.  Στην παράσταση με κάθετο και χιουμοριστικό τρόπο παρουσιάζεται το στερεότυπο που θέλει τον γονιό ντε και καλά να θυσιάζεται  για τα παιδιά του.  Εξαιρετική η φιγούρα και η ερμηνεία του πατέρα (Stefan Hunstein), με το ροζ κοστούμι , προσφέρει μεγάλα ηλιοτρόπια για τον χαμό της νύφης του και βέβαια λυπάται για τον χαμό της κοπέλας, αλλά χαίρεται κιόλας γιατί δεν πέθανε εκείνος και δεν έχασε το παιδί του.  Δεν καταλαβαίνει πως ο γιος του του επιτίθεται όταν ο ίδιος άφησε τη γυναίκα του να πεθάνει.

 Ο Άδμητος (Steven Scharf ) τα βάζει με τον πατέρα του, τον οποίο δεν λογαριάζει φίλο, γιατί δεν δέχτηκε να θυσιαστεί για τον γιο του. Έρχονται σχεδόν στα χέρια.   Όλα αυτά εκτυλίσσονται σε ένα περιβάλλον  διακοπών με τροχόσπιτα, με σκηνές, με παλιά αυτοκίνητα και βέβαια με τη νεκροφόρα, σύμβολο του Κάτω  κόσμου, όπου ο Χάρος (Lukas von der Lühe ), πετυχημένη κωμική, μπουφόνικη φιγούρα, με μεγάλη μάσκα, ένα μάτι κλειστό και κίνηση κουασιμόδου,  νοιάζεται μόνο  να παίρνει τη ζωή των μελλοθανάτων, έτσι  έχει φυλακίσει την Άλκηστη στον Άδη.

 Ο Άδμητος επιτίθεται λοιπόν στον πατέρα του γιατί δεν μπορεί να διαχειριστεί το συνειδησιακό βάρος του άδικου χαμού της γυναίκας του. Στο χαμό της γυναίκας του κατά βάθος  χαίρεται, αν και στην ερμηνεία του αγκομαχά δυσκοίλια, γιατί δεν πέθανε ο ίδιος, αλλά γλίτωσε. Αυτό κατά τον Φρόυντ συμβαίνει στον καθένα, που παρευρίσκεται σε κηδεία, εσωτερικά και σιωπηλά χαίρεται που δεν είναι στη θέση του νεκρού.

 Η Άλκηστη είναι μια γυναίκα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, όπου  στερεοτυπικά θεωρείται αδύναμη και ανίκανη για μεγάλες πράξεις. Η Άλκηστη πεθαίνει, αλλά  ο  θάνατός  της δεν μπορεί  να είναι μια ανιδιοτελής θυσία.  Πρέπει να είναι βαθιά θυμωμένη με τον Άδμητο, λόγω της δειλίας που εκείνος επέδειξε, αλλά και θυμωμένη επίσης  και με την κοινωνία, λόγω της στερεοτυπικής εικόνας με την οποία την έχει χρεώσει.   Εδώ η Άλκηστη (Anne Rietmeijer )  είναι μια μοντέρνα γυναίκα, χαρούμενη , πολύ ερωτευμένη με τον άντρα της και γι’αυτό πρόθυμη να δώσει τη ζωή της για αυτόν.  Ρηχά και απολύτως φυσικά.

Η αυτοθυσία της κανονικά είναι μια τιμωρία για όλους.  Ενοχοποιεί τον Άδμητο για τη δειλία του , τον γεμίζει τύψεις, τον βάζει να ορκιστεί αγαμία και τον ρεζιλεύει, τον εκμηδενίζει στα μάτια του κόσμου,  που έσπρωξε τη γυναίκα του στο θάνατο, για να ξεφύγει ο ίδιος, και στην κοινωνία  υποδεικνύει ότι πολλές φορές οι πιο « ηρωικές» πράξεις γίνονται από τους πιο «αδύναμους» ανθρώπους.  Συνεπώς το τραγούδι της Βίκυς Λέανδρος και η χαρούμενη αποχαιρετιστήρια  χορογραφία δεν αποδίδει αυτή την πολύπλευρη συμπεριφορά της Άλκηστης. Δεν ρεζιλεύεται ο Άδμητος φανερά, αντιθέτως βλέπουμε την Άλκηστη να τον παρηγορεί αυτόν και τα παιδιά τους, ανακοινώνοντας ότι από αγάπη θυσιάζεται και η ζωή και ο θάνατος είναι ένας κύκλος. Δεν είναι κάτι το σοβαρό. «Κυλά ξανά η ρόδα της ζωής κι ας χωρίσαμε εμείς!»

Η παράσταση χαρακτηρίζεται από περφόρμανς, μούζικαλ και ερμηνείες. Εξαιρετική η χορευτική κίνηση του Άδμητου (Steven Scharf )  στο τραγούδι του Beach Knows, « μόνο ο Θεός ξέρει τι θα γινόμουν χωρίς εσένα».

 Η διαπολιτισμική σύσταση της θεατρικής του ομάδας με χορικά από δύο σοπράνο (Antonia Busse σοπράνο, Natalija Radosavljevic σοπράνο), δύο μεσόφωνους (Sarah-Léna Winterberg, Luzia Ostermann) προσδίδει μια υπέροχη πολυφωνία. Το εκκλησιαστικό όργανο (Christopher Bruckman / Boris Gurevich ) συμμετέχει ουσιαστικά στην ποιητική ατμόσφαιρα του χώρου, που στήνει ένα ετερόκλιτο πεδίο δράσης και φέρνει τον βασιλιά Άδμητο, που βρίσκεται στο επίπεδο του απλού κατασκηνωτή, ενώπιον με μεγάλα  ερωτήματα, που δεν μπορεί να διαχειριστεί. 

Ο Ηρακλής (Pierre Bokma )είναι ο μεγάλος θιγμένος του έργου.  Έχει επιλέξει την Αρετή  και για αυτόν είναι αδύνατο να συγχωρέσει στον Άδμητο το γεγονός ότι τον άφησε να γελοιοποιηθεί και να γλεντοκοπήσει στο παλάτι , ενώ εκείνος μόλις είχε χάσει  την κυρά του! Ο Ηρακλής,  από ευγνωμοσύνη του φέρνει από τον Κάτω κόσμο την Άλκηστη. Πριν την παραδώσει όμως στον άντρα της, τον βάζει να δεχτεί στο σπίτι του μια γυναίκα, χωρίς να ξέρει αυτός ότι πρόκειται για την Άλκηστη. Το γεγονός είναι άκρως ατιμωτικό για τη νεκρή στην οποία είχε υποσχεθεί ο Άδμητος ότι δεν θα έβαζε άλλη γυναίκα στο σπίτι τους, «μητριά οχιά» δίπλα στα παιδιά τους.  Ανταποδίδει κάπως τη δική του γελιοποίηση, φανερώνοντας το κατώτερο ποιόν του Άδμητου.  Η Άλκηστη  που επιστρέφει είναι παγερή και ανέκφραστη και μόνο  οδηγεί  τα παιδιά της στην σκηνή. 

Η περιπέτεια αυτή ήταν η λυδία λίθος πάνω στην οποία εμφανίστηκε η αυθεντικότητα του κάθε ήρωα.

 Η Τροφός (Elsie de Brauw) πρέπει να σημειωθεί είναι ο καταλυτικότερος και καταπληκτικότερος ρόλος του έργου. Η ηθοποιός με μελετημένη ακρίβεια διηγείται όσα   έχουν συμβεί και συμμετέχει ενεργά στην εξέλιξη των γεγονότων. Απόλυτα εκφραστική, με μια υπέροχη φωνή και παρουσία. Αγκαλιάζει τα παιδιά (Dominik Dos-Reis, Ann Göbel  ) μετά την απώλεια της μάνας τους δημιουργώντας μια ισχυρή μητρική παρουσία, ενώ νουθετεί τον Άδμητο.

Έχει δημιουργηθεί μια άνεση, τα παιδιά κυκλοφορούν, ενεργούν αυθόρμητα και έχουν πλήρως ενσωματωθεί στον θίασο, αποκτώντας μια ουσιαστική θεατρική παιδεία.

Τα κοστούμια (Greta Goiris )είναι μοντέρνα, αυτό του Απόλλωνα  είναι λίγο κοστούμι  Eurovision και της Άλκηστης ένα κομπινεζόν, σατέν ρομπίτσα, σαλβάρι ο Άδμητος, αφού οι άνθρωποι βρίσκονται σε διακοπές. Η παράσταση παίζεται Καλοκαίρι στην Ελλάδα. Ο  Χορός, οι χορωδοί είναι ντυμένες με ωραία επίσημα ρούχα εφάμιλλα των χορωδιακών μερών ποτ ερμηνεύουν.

 Το ζευγάρι προφανώς θα συνεχίσει τη ζωή του, όμως έχει πια αποκαλυφθεί  ότι η  ζωή δεν ανταλλάσσεται, ενώ  δεν έχει διευκρινιστεί ότι τα δώρα αυτοθυσίας πολλές φορές κρύβουν αισθήματα τιμωρίας και θυμού.

 Αγαπούμε τις διαφορετικές αναγνώσεις κάθε έργου και των τραγωδιών, τις οποίες δεν τις θεωρούμε ένα ιερό και  ανέγγιχτο πολιτιστικό προϊόν, όπου κάθε σύγχρονη  ερμηνεία θα θεωρούνταν ασέλγεια, όμως  δεν προκύπτει μέσα από αυτή την αποδόμηση το βάθος και τα άλλα επίπεδα ανάγνωσης της τραγωδίας.  Παίζουν σπουδαίοι ηθοποιοί ένα έργο που σκηνοθετεί ένας σπουδαίος σκηνοθέτης, που καθώς φαίνεται για να απευθυνθεί στον σύγχρονο θεατή πρέπει να απεκδυθεί το βάθος της πολυδιάστατης σκέψης του συγγραφέα. Εδώ θα πρέπει να αναρωτηθούμε, πως μπορεί να συνδυαστεί το μοντέρνο με την ευρύτητα ενός πνεύματος διαχρονικού. Μήπως θα πρέπει να γίνουν αμοιβαία βήματα μέσα από την απόκτηση μιας ανάλογης παιδείας, που θα ευνοεί αμοιβαία την κατανόηση, την αποδόμηση και την αναδόμηση ενός έργου;

Γράφει η Μαρία Μαρή
Θεατρολόγος


Σχόλια