Είδαμε την παράσταση "Ρίζες από βαμβάκι" της Κάλλιας Παπαδάκη

Στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας  Επιδαύρου  στις 15 & 16 Ιουλίου 2022 παίχτηκε σε σκηνοθεσία Έφης Θεοδώρου το έργο της Κάλλιας Παπαδάκη, εμπνευσμένο από τον Αίαντα του Σοφοκλή, έργο που γράφτηκε με ανάθεση  του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου στο πλαίσιο  του Κύκλου Contemporary Ancients

Στο χώρο ακούγεται η φωνή του οργισμένου Αίαντα. Είναι σαν ένα καμίνι που βράζει. « Ο ευγενής πρέπει να ζει καλά ή καλά να πεθαίνει».

Ο ήρωας είναι πατρογονικά επιβαρημένος από αμαρτήματα γονέων. Η μητέρα του, η Μαρία εγκατέλειψε την οικογένεια που είχε στην Κρήτη και τα δυο μωρά παιδιά της, γιατί ερωτεύτηκε ή έτσι νόμισε  τον  Αστέρη), βαμβακοκαλλιεργητή στον Έβρο, που την φλέρταρε έξυπνα και τον ακολούθησε τυφλά. Έγινε ο άνδρας της και πατέρας των δυο παιδιών τους του Αίαντα  ενός καλόκαρδου, αυθόρμητου και φτιαγμένου για δράση νέου, που αναζήτησε την τύχη του στην πόλη, όπου έκανε σπουδές και του Οδυσσέα, που τάχτηκε να δουλεύει δίπλα στον πατέρα του στις βαμβακοφυτείες.  Οι δυσκολίες στην πόλη μετάλλαξαν τον Αίαντα  σε έναν θυμωμένο, αδικημένο νέο. Δοκίμασε τις δυνάμεις του απογοητεύτηκε, δεν βρήκε τους κατάλληλους συμμάχους και υποστηρικτές και ξαναγύρισε στην πατρογονική γη, που είναι πια  μοιρασμένη προς όφελος του αδελφού του Οδυσσέα. Ο Αίαντας είναι παρείσακτος στην γονεϊκή περιουσία. Έχει γίνει εύθικτος και ολοένα αγριεύει περισσότερο. Ο Οδυσσέας (Βαγγέλης Αμπατζής ), ο αδελφός του  κατόρθωσε ν’ αποκτήσει αυτό που ήθελε πάντα, πατρικό σπίτι και γη για να καλλιεργεί. Είναι καλόκαρδος και γενναιόδωρος, είναι όμως  απόλυτα συμβιβασμένος με την πραγματικότητα του χωριού, έχει παντρευτεί , έχει δυο παιδιά, είναι πολύ εργατικός και  δουλεύει  πολύ στα χωράφια του πατέρα του. Βλέπει  ωστόσο την αδικία, καθώς ο πατέρας του έχει κληροδοτήσει όλη την περιουσία σε αυτόν και έχει εξαιρέσει από αυτή  τον Αίαντα. 
Ο Πατέρας τους ο Αστέρης, είναι πάντα  του σταθερός στους στόχους του, στα συναισθήματά του και στην συμπεριφορά του. Είναι αμετακίνητος, σκληρός άνθρωπος, χωρίς ευαισθησίες. Ακόμα και την γυναίκα του την πήρε γιατί του άρεσε, αλλά μετά της συμπεριφέρεται σαν ζώο, που πρέπει να τιθασεύσει, όπως αναφέρει. Αυτή η γυναίκα ήταν μια θαλασσινή και όλοι έλεγαν ότι δεν θα τα καταφέρει στις καλλιέργειες, αυτός λοιπόν την εκπαίδευσε, τη δάμασε.

Ο Αργύρης (Χάρης Τζωρτζάκης),  είναι ο φίλος του Αίαντα, ο αγαπημένος του. Τον ακολούθησε στην πόλη, όμως καθώς τα πράγματα αργούσαν να ευοδωθούν, εκείνος γύρισε στην πεπατημένη του χωριού,  έκανε οικογένεια και  ασχολήθηκε με αγροτικές εργασίες.  Δεν μπόρεσε να ακολουθήσει μέχρι τέλος την επιλογή του και τον εγκατέλειψε. Προσπαθεί να τον σώσει, πράγμα αδύνατο μετά την προδοσία. Φαίνεται ότι έχει καταπιεσμένα αισθήματα και πονά, όμως έχει αναλάβει να σηκώνει μεγάλα βαρίδια που τον δεσμεύουν καθοριστικά.

Ο Σέργιος (Γιώργος Βαλαής ) θετικός χαρακτήρας, δεν αφήνει τίποτα στην τύχη με πολλές ευαισθησίες. Δεν ξεχνά ποτέ που ο αδελφός του σκότωσε το ελάφι του την ώρα που εκείνο έπινε νερό από την χούφτα του. Σκότωσε το ζώο του γιατί είχε τραπέζι και είχε υποσχεθεί κυνήγι στους συνδαιτυμόνες του. Το αθώο αίμα  φωνάζει και παίρνει εκδίκηση. Επίσης υπενθυμίζει στον Αστέρη πως αντέδρασε και εκείνος για ένα χωράφι, όταν αδικήθηκε από τον πατέρα τους.  Είναι το αντίβαρο στην συμπεριφορά του δυνάστη αδελφού του.
Όλες αυτές οι κινήσεις επιβαρύνουν καρμικά τα παιδιά και την εξέλιξη της ζωή τους, συγκεκριμένα εδώ του Αίαντα. 

Ο Αίαντας (Δημήτρης Μοθωναίος ) αν και μορφωμένος δείχνει τη φυσική του κατάσταση από την αρχή και είναι έτοιμος να αναλάβει αρμοδιότητες στα χωράφια.  Βέβαια είναι ιδεαλιστής και αιθεροβάμων καθώς σκέφτεται να κάνει βαμβακοφυτεία χωρίς χημικά και εντομοκτόνα, ενώ αυτοί εκεί πολεμούν με τα μικρά σκουλήκια που γεννούν οι πεταλούδες και υπάρχουν πάμπολλες και τα οποία τρώνε το άνθος του βαμβακιού. Μεγάλη καταστροφή. Η παρουσία του και τα όσα λέει μοιάζουν εξωπραγματικά.

Από την άλλη εκείνος νιώθει σαν μια πασχαλίτσα μέσα σε μια γροθιά, που δεν της επιτρέπει να πετάξει. « Ένα σπίτι χωρίς ανάσα. Σκοτεινό και ζεστό. […] Να διψάς από την πείνα. Να νιώθεις ότι εκεί έξω υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος και να μην μπορείς να ξεδιπλώσεις τα φτερά σου. Να φτερουγίζεις μόνο στα όνειρα ποτέ στον ξύπνιο.» Όλη αυτή η πίεση σωματοποιήθηκε σε άγριο θυμό και εκδίκηση. Ο Δημήτρης Μοθωναίος  δίνει ρεσιτάλ ηθοποιίας. Εξαγριωμένος, πληγωμένος, εκδικητικός, ευαίσθητος, ερωτευμένος, άνθρωπος που αποζητά την στοργή, την  προστασία, που δυστυχώς ποτέ δεν βρίσκει.

Ο Πατέρας κλασικά κυνηγός φέρνει λαγό και τον πετά ολοζώντανο στη σκηνή. Τα δυο αδέλφια, παραμένουν παιδιά και παίζουν  το γνωστό παιχνίδι «Έχεις λαγό; -Έχω λαγό. -Έχει ουρά ;» και ούτω καθεξής σαν να θέλουν να δείξουν την ενδοοικογενειακή αδικία και τις διακρίσεις που έχει καταστρέψει και τις μεταξύ τους σχέσεις.  Αυτά θα είναι πάντα τα δυο παιδιά, τα αδέλφια και κανείς δεν  θα έπρεπε να μολύνει τη σχέση τους με ιδιοκτησίες και αντιπαλότητες. Ο Οδυσσέας θα ήθελε να  βοηθήσει τον Αίαντα και αντιλαμβάνεται την αδικία.

Ο Πατέρας (Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης )θεωρεί ότι ο Αίαντας τον πρόδωσε και έφυγε ενώ εκείνος σπούδαζε στην πόλη ή ίσως και να εξερευνούσε πως μπορούσε να ζήσει τη δική του προσωπική  ζωή, την οποία σε καμιά περίπτωση δεν θα επικροτούσε ο πατέρας του. Ήδη αισθάνεται άσχημα που ο γιος του στο στρατό δεν ήθελε  τα όπλα και τον σχολιάζει ο κόσμος. Δεν τον αποδέχεται , ούτε το σπίτι δεν θέλει να του αφήσει, αφού λέγονται τόσα για την ομοφυλοφιλία του, τον εξαιρεί από όλα, ενώ ο Αίαντας θέλει δικαίως να ενταχθεί. Τον επιβαρύνουν μνήμες από τότε που ήταν μικρός και τον χτυπούσαν οι συμμαθητές του,  τον απέρριπταν.  Πιο πολύ προδόθηκε από τον Αργύρη, που τον εγκατέλειψε και τώρα  η οικογένεια ήταν το γενναίο χτύπημα που τον οδήγησε στην τρέλα. « Θα δείτε όμως τι μπορεί η αγάπη μου να κάνει! Γιατί η δική μου αγάπη είναι ροχάλα. Κλοτσιά, Μπουνιά.» Θέλει να ανταποδώσει ό,τι έχει εισπράξει.

Εξαιρετική η σκηνή με τα τσουβάλια με το βαμβάκι. Η κίνηση μελετημένη από τον Γιάννη Νικολαΐδη και την Ιωάννα Πορτόλου .  Μαζεύουν τα τσουβάλια ο Οδυσσέας και η μάνα και τα ανεβάζουν ενώ  ο Αίαντας τα πετά πάνω τους. Ένας μαξιλαροπόλεμος άνισος και αρκετά βίαιος. Αυτοί δουλεύουν σκληρά με το βαμβάκι και ο Αίαντας τους το πετά στη μούρη. «Ακούστε είμαι ο γκρεμιστής και ο κτίστης!» Θέλει να σκοτώσει ό,τι είναι ζωντανό , να το κάψει. Δεν ακούει κανέναν παραλίγο να σκοτώσει τον αδελφό του. Φοβούνται και του λέει  εκείνος ότι « ζούσε με τον φόβο  όλη του τη ζωή. Είναι στο σάλιο του ο φόβος. Τόσα χρόνια τον καταπίνει». 

Η Μάνα το λέει καθαρά: « Πάνω σε τάφους χτίσαμε τη ζωή μας. Καλύτερα που κάηκε το σπίτι».  Νιώθει τύψεις γιατί δεν σήκωσε το ανάστημα της να τον προφυλάξει από το μίσος στο περιβάλλον του. Η μάνα θέλει να τον σώσει, όμως αυτός δεν ζητά συγγνώμη. Νιώθει αδύναμος, παρατημένος και θέλει πάσει θυσία να εκδικηθεί και να σκοτωθεί.

Προσάπτει κατηγορίες και στον Αργύρη και αυτός τον πρόδωσε. Μπορεί να τον καταλαβαίνει όμως δεν σήκωσε τον σταυρό που σήκωσε ο Αίαντας, Ο Αργύρης έκανε τη ζωούλα του, τα παιδάκια του. Του θυμίζει τη ζωή τους στην Αθήνα, στη φιλοσοφική με τον Ρίτσο, απαγγέλει στίχους από τη « Ρωμιοσύνη», τη ζωή τους στον  Βαρδάρη, τα όνειρά τους, ως το σημείο που ο Αργύρης λιποτάκτησε. 
Εξαιρετική η Μάνα (Μαρία Κεχαγιόγλου ), που εκλιπαρεί τον γιο της να τον σώσει από το μένος του πατέρα του, που ανακινεί στη μνήμη της την πορεία της και εύχεται καλύτερα να τον έριχνε και να μην τον γένναγε, να μην έβλεπε την καταστροφή αυτή. Ζει και εκείνη μέσα στο φόβο και τον μόχθο , αυτή που ήταν εντελώς διαφορετικά μαθημένη στην Κρήτη ήρθε εδώ για να γίνει το πειραματόζωο στα χέρια ενός αγροίκου αγρότη.

Από την πρώτη στιγμή ο Πατέρας( Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης ) γίνεται αντιπαθής και αυτό ολοκληρώνεται με την διαπόμπευση του νεκρού του γιου.  Ο ηθοποιός επέδειξε μεγάλη μαεστρία στο χτίσιμο αυτού του ρόλου. Αγνωμοσύνη  απέναντι στον γιο που του έχει σταθεί. Είναι ηθικός υπαίτιος όλων των σκοτωμών. Αυτός που περηφανεύεται που πολέμησε για την πατρίδα, σκότωσε τους αντάρτες, κάποιοι έφυγαν να σωθούν στη Βουλγαρία και αυτός τους έκλεψε το σπίτι. Πως μπορεί κάποιος να περηφανεύεται ότι είναι έλληνας,  όταν περηφανεύεται πως σκότωσε τον συνέλληνα με τα ίδια του τα χέρια, όταν του τελείωσαν οι σφαίρες.  Η τιμή του είναι όταν σκοτώνει για την πατρίδα, όταν λεηλατεί την ξένη περιουσία, όταν σκοτώνει το αθώο ελάφι, όταν αποπέμπει τον γιο του, όταν  παντρεύεται  τη γυναίκα του και την « μπολιάζει». Ένας αγριάνθρωπος  μοχλός για την εκκίνηση πολλών κακών.
Το φάντασμα του Αίαντα, αιμόφυρτο κυκλοφορεί, ελεύθερος πια και  γαλήνιος. Τα έχει όλα ο νεκρός!

Η σκηνοθεσία της Έφης Θεοδώρου κατόρθωσε να χωρέσει  με οικονομία χώρου  και σωστή μελέτη  τόση δράση και τόσα επίπεδα σε αυτή τη μικρή σκηνή της Μικρής Επιδαύρου, με μόνο σταθερό  για το σπίτι της οικογένειας το σταθερό εκείνο  οίκημα της σκηνής. 

Το κείμενο της Κάλλιας Παπαδάκη έχοντας έμμεσα δάνεια- αναφορές από πολλά κείμενα της θεατρικής δραματουργίας, κατορθώνει  να διαβαθμίσει την σκιαγράφηση των ηρώων και της νοσηρής αυτής οικογένειας.Οπωσδήποτε ένα κείμενο με πολύ ενδιαφέρον και αντιστοίχως μια ενδιαφέρουσα παράσταση.

Γράφει η Μαρία Μαρή
Θεατρολόγος

Σχόλια