Είδαμε την παράσταση "Οι Παστρικιές" στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν

                             
H παράσταση σε κείμενο και σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρη συνδυάζει πρωτότυπα κείμενα, μουσική, τραγούδια, με αποσπάσματα από  τις «Ικέτιδες» του Αισχύλου καθώς και ιστορικά στοιχεία, μαρτυρίες,  παραδοσιακά ακούσματα, προκειμένου να φωτίσει το έπος της μετεγκατάστασης των νεαρών γυναικών που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του προσφυγικού ρεύματος του ‘22, αλλά και το ευρύτερο πλαίσιο της αιώνιας τραγωδίας της βίας, της ξενοφοβίας, της εκμετάλλευσης που υφίστανται οι -πάντα πιο ευάλωτες- γυναίκες πρόσφυγες: από τις ικέτιδες Δαναΐδες του αρχαίου μύθου μέχρι τις γυναίκες πρόσφυγες σε όλο τον κόσμο σήμερα. Φαίνεται ιδιαίτερα η ευαισθησία της σκηνοθέτιδας για την επανάληψη δυστυχώς αυτών των ρατσιστικών, ξενοφοβικών αντιδράσεων και στις σύγχρονες χαροκαμένες γυναίκες πρόσφυγες από τα διάφορα μέτωπα πολέμου και φασιστικών καθεστώτων παγκοσμίως.

Μαζί με την οδύσσεια των γυναικών μεταναστών αναφέρεται και η οδύσσεια της Ιώς, που ήταν ιέρεια της Ήρας και έγινε ερωμένη του Δία.

Σύμφωνα με τις διάφορες πηγές, η περιπέτειά της άρχισε όταν η Ήρα αντιλήφθηκε την παράνομη σχέση που διατηρούσε με τον Δία. Τότε ο Δίας, για να την προστατεύσει από το μένος της συζύγου του, τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα.  Η Ήρα υποχρέωσε τον Δία να αρνηθεί, με όρκο την παράνομη σχέση του και να της παραδώσει την ωραία αγελάδα, πράγμα που εκείνος αναγκάστηκε να κάνει. Η Ήρα εμπιστεύτηκε τη φύλαξη της αγελάδας στον πανόπτη Άργο, που αγρυπνούσε εναλλάξ με τα 50 από τα 100 μάτια του. Την ημέρα την άφηνε ο Άργος ελεύθερη να βόσκει, τις νύχτες την έδενε σε μια ελιά, που είχε φυτρώσει σε ένα ιερό δάσος στις Μυκήνες, και την επιτηρούσε διαρκώς. Ο Δίας ανέθεσε στον Ερμή να τερματίσει την κατάσταση και να βοηθήσει τον έρωτά του απελευθερώνοντας την Ιώ. Ο Ερμής αποκοίμισε με τη γοητεία του αυλού όλα τα μάτια του Άργου, και ενώ κοιμόταν τον αποκεφάλισε. 

Η Ιώ περιπλανήθηκε ως αγελάδα στην περιοχή γύρω από τις Μυκήνες και κατόπιν πέρασε στην Εύβοια. Η Ήρα όμως δεν παραιτήθηκε από την εκδίκησή της και έστειλε έναν οίστρο (μύγα των βοδιών) για να την βασανίζει. Πάντα καταδιωκόμενος ο αδύναμος και ανυπεράσπιστος. Η Ιώ καταδιωκόμενη από τον οίστρο άρχισε να περιπλανάται σε όλη την Ελλάδα. Διέτρεξε την ακτή του Ιονίου πελάγους (που εξαιτίας της πήρε το όνομά του), έφθασε στην Ιλλυρία, διέσχισε όλη την Σκυθία, έφθασε στον Προμηθέα που ήταν δεμένος στον Καύκασο, διέτρεξε την ακτή του Ευξείνου Πόντου (που εξαιτίας της μετέβαλε την ονομασία της, από Άξενος Πόντος σε Εύξεινος), διήλθε από τον Βόσπορο (που εξαιτίας της πήρε το όνομά του (βους+πόρος), και τελικά κατέληξε στην Μέμφιδα της Αιγύπτου όπου απέκτησε ξανά την ανθρώπινη μορφή της και όπου γέννησε τον Έπαφο, τον γιο της από τον Δία, ο οποίος στο μέλλον θα γινόταν γενάρχης της φυλής των Δαναών.

 Δεν είναι καθόλου τυχαία η αναφορά στην διαδρομή της Ιώς για το πώς η μετακίνηση πληθυσμών “μπολιάζει” μια περιοχή έως το σημείο να την καθορίζει, όχι μόνο με ονοματοδοσία, αλλά και με διαμόρφωση συνηθειών, εθίμων και παραδόσεων.  

 Η περιπλάνηση των αδικημένων του κόσμου δεν τελειώνει έτσι απλά, ούτε βέβαια των μεταναστών. Κυρίως ούτε αυτών. Η Ήρα έβαλε τους Κουρήτες να κλέψουν το μωρό της Ιώς, για να την ταλαιπωρήσει ακόμη περισσότερο. Η Ιώ περιπλανήθηκε σε αρκετά μέρη αναζητώντας το γιο της και τελικά τον βρήκε στη Συρία.  Όταν πέθανε και μάλιστα νέα, μετατράπηκε από τον Δία σε αστερισμό. 

Η περιπλάνηση της Ιώς αναφέρεται ώστε  να συνδεθεί με την μετακίνηση των πληθυσμών που επηρεάζουν τον τόπο, αλλά και που επηρεάζονται από αυτόν. Τα βάσανα της Ιώς είναι τα βάσανα του κάθε μετανάστη, τα βάσανα της γυναίκας, που μόνη της καλείται να επιβιώσει σε έναν εχθρικό κόσμο. Ο μύθος των Δαναΐδων χρησιμοποιήθηκε από αρκετούς λογοτέχνες, κυρίως δραματουργούς. Ο Αισχύλος έγραψε με βάση αυτόν τις τραγωδίες Ικέτιδες. Τραγωδίες με τον τίτλο «Δαναΐδες» συνέγραψαν επίσης ο Φρύνιχος και ο Τιμησίθεος.

Και οι δυο μύθοι αυτός της Ιώς και αυτός των Δαναΐδων παραπέμπουν στην μετακίνηση πληθυσμών, την αυτοδιάθεση του ατόμου και την αναζήτηση μιας καλύτερης μοίρας.

Στο κέντρο της αφήγησης ξετυλίγεται ο αγώνας επιβίωσης δύο γυναικών που  μετά την καταστροφή καταλήγουν η μια στον Πειραιά και η άλλη στην Θεσσαλονίκη.              

Η νοοτροπία, οι συνήθειες, τα όνειρα τους, θα συγκρουστούν με την άγρια πραγματικότητα που θα αντιμετωπίσουν ως πρόσφυγες αλλά και ως γυναίκες στην χρεοκοπημένη και συντηρητική Ελλάδα του ΄22.

Είναι γεγονός πως οι νεαρές Μικρασιάτισσες, στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν αλλά και να «αποκατασταθούν» μέσω ενός γάμου, έγιναν σε πολλές περιπτώσεις αντικείμενο εκμετάλλευσης από άνδρες και λοιδορήθηκαν από ντόπιες γυναίκες που τις έβλεπαν ως «απειλή». Εκείνες πλενόντουσαν και γι΄αυτό τις λέγανε παστρικιές, γιατί ποιος πλένεται όλη την ώρα, οι ιερόδουλες, μετά από κάθε πελάτη. 

 Οι Σμυρνιές μαθημένες στο πολυπολιτισμικό περιβάλλον  της περιοχής τους, ήταν επικοινωνιακές και ανοιχτές, χωρίς την αιδώ ή την ψευτο- αιδώ των Ελληνίδων γυναικών, έτσι οι τελευταίες τις είδαν ότι τάχατες τους παίρνουν τους άνδρες τους.

 Δεν παίνευαν την καθαριότητα των μικρασιατικών γυναικών, ούτε τη νοικοκυροσύνη τους, αλλά φρόντιζαν να τις υποβαθμίζουν, ορμώμενες από ξενοφοβία και φόβο.

Όλο το έργο εκτυλίσσεται γύρω από μια πηγή, ένα πηγάδι, οι γυναίκες αυτές αντλούν το νερό της ζωής, πλένονται καθαρίζουν και θυμούνται. 

Η ζωντανή μουσική, το τραγούδι  από την Αυγερινή Γάτση, τη Ρούλα Τσέρνου  και την Αλεξάνδρα Παπαστεργιοπούλου φέρνει επί σκηνής όλη την ατμόσφαιρα της εποχής, το μπρίο των γυναικών αυτών, την πίκρα τους, αλλά και την αδιάβροχη, ανεπηρέαστη και μαχόμενη συμπεριφορά τους. Σήκωσαν το βάρος και συνέχισαν την πορεία τους και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο διέπρεψαν.

 Οι ηθοποιοί Αυγερινή Γάτση, Κατερίνα Λυπηρίδου, Μαριλένα Μόσχου, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Μαριάννα Κάλμπαρη γύρω από εκείνο το πηγάδι με καταπληκτική κίνηση, ωραία φουστάνια, πολλά φουστάνια, το ένα πάνω  στο άλλο,  όπως γίνεται πάντα σε  έναν άνθρωπο που ντύνεται σαν κρεμμύδι με όλα του τα ρούχα για να μετακινηθεί, ή έναν άνθρωπο που χρειάζεται ρούχα για να αλλάξει και να μεταμορφωθεί.

Ο Έπαφος ήταν και γιος της Ιώς,  παππούς των Δαναΐδων. Ο Δαναός, δισέγγονος της Ιώς, κόρης του παλαιού βασιλιά του Άργους Ινάχου,  είχε 50 κόρες και ο αδελφός του ο Αίγυπτος είχε 50 γιους. Ο Δαναός  ήταν ευτυχής με τις κόρες του και τους υπηκόους του. Οι γιοι του αδελφού του κατέφθασαν στο Άργος και ήθελαν να παντρευτούν τις κόρες του, τις Δαναΐδες. Υπήρξαν αντιρρήσεις, αλλά οι γιοι του Αίγυπτου, δε σήκωναν κουβέντα. Έτσι ακολούθησε ομαδικός γάμος, αλλά την πρώτη νύχτα του γάμου οι Δαναΐδες κατάσφαξαν τους συζύγους με μικρά ξίφη που τις είχε εφοδιάσει ο πατέρας τους. Ο μόνος γιος του Αίγυπτου που γλίτωσε ήταν ο Λυγκεύς, διότι τον ερωτεύθηκε η Δαναϊδα Υπερμήστρα, που του έτυχε, και τον φυγάδευσε.

Παρομοιάστηκαν οι Δαναΐδες με τις προσφυγοπούλες. Αυτές οι γυναίκες που έπρεπε να διασφαλίσουν την ακεραιότητά τους και την ασφάλεια της γενιάς τους. Αυτές ήταν οι προσφυγούλες, που τις υποτιμούσαν, τις περιγελούσαν και τις εκμεταλλεύονταν.

Το έργο τελειώνει με την παραδοχή ότι κανείς δε μπορεί να ξέρει που θα καταλήξει, γιατί αυτό εξαρτάται από τις βουλές του Δία. Ο καθένας από όλους μας μπορεί να βρεθεί στη θέση του άλλου κάτι που κανείς δεν πρέπει να ξεχνά. 

Γράφει η Μαρία Μαρή
Θεατρολόγος

Σχόλια