Είδαμε την παράσταση "Ο Θείος Βάνιας" σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά

Ο Ρώσος συγγραφέας Άντον Τσέχωφ έγραψε το 1896 το θεατρικό έργο "Ο θείος Βάνιας" το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1899 σε σκηνοθεσία Κονσταντίν Στανισλάφσκι και στην Ελλάδα το 1931 από τον θίασο Βεάκη - Μινωτή - Παξινού. Ο Τσέχωφ όπως στα περισσότερα έργα του μιμείται την πραγματική ζωή και παρατηρεί λεπτομερώς τις συμπεριφορές των ηρώων του.

Το έργο διαδραματίζεται στη ρωσική επαρχία όπου ο Βάνιας μαζί με την ανιψιά του έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στη φροντίδα των κτημάτων και της οικογενειακής περιουσίας. Ο ερχομός του γαμπρού του μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του δημιουργεί αναστάτωση καθώς φέρνει στην επιφάνεια κρυμμένα μυστικά, ανεκπλήρωτα όνειρα και κρυφούς πόθους. Ο χρόνος περνά αργά επώδυνα αφήνοντας ανεξίτηλα σημάδια πάνω στις ψυχές τους γεμίζοντας τους δυσαρέσκεια και απογοητεύσεις.

Ο Δημήτρης Καραντζάς σκηνοθετεί μία παράσταση ιδιαίτερης αισθητικής επιλέγοντας να δημιουργήσει μια ενιαία σύνθεση των πολλαπλών χαρακτήρων του έργου. Δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα κλειστοφοβική αναδεικνύει την ουσία του έργου τοποθετώντας τους ηθοποιούς σε ένα τεράστιο τραπέζι πάνω στο οποίο εκτυλίσσεται η όλη δράση. Σε αυτό οι χαρακτήρες ξεδιπλώνουν τη λύπη, τη μελαγχολία και τη δυσφορία για την ανιαρή ζωή τους. Ο σκηνοθέτης με τη βοήθεια του Παναγιώτη Γκιζώτη επισημαίνει τις αλήθειες και τις ανθρώπινες αξίες που εκφράζει ο συγγραφέας δίνοντας τη δέουσα προσοχή στα απαιτούμενα γνωρίσματα της νωθρότητας και της αδράνειας. Αντιμετωπίζει το έργο με απόλυτο σεβασμό και το προσεγγίζει με δημιουργικότητα αλλά και έλεγχο ώστε να μην ξεφεύγει από τον βασικό άξονα που αντιπροσωπεύει.

Ο Χρήστος Λούλης στο ρόλο του θείου Βάνια μοιάζει να προσπαθεί να βαδίσει πάνω σε τεντωμένο σχοινί. Ένας μεσήλικας παραιτημένος από τη χαρά της ζωής, κατακλύζεται από αρνητικές σκέψεις και εκφράζει τα συναισθήματα του με συγκρατημένο θυμό αλλά και εμφατικές στιγμές όπου άλλοτε αποδυναμωμένος κυλιέται στα πατώματα για τον έρωτα που τον καταδιώκει και άλλοτε ξεσπά για την αδικία που συμβαίνει στην οικογενειακή περιουσία. Πειστικός ως προς την οργή, την ειρωνεία και τη μοιρολατρία που διακρίνουν τον Βάνια.

Η Θεοδώρα Τζήμου ως Ελένα καταφέρνει να επιβληθεί στη σκηνή με τη γοητεία της "κραυγάζοντας" για την αφόρητη πλήξη που την κατατρώει μέσα στο σπίτι και το γάμο της με τον ηλικιωμένο σύζυγο. Δίνοντας το ιδανικό βάρος στο χαρακτήρα της ηρωίδας που βρίσκεται σε δύσκολη θέση και υπομένει τα πάντα προσπαθώντας να διατηρήσει τις ισορροπίες μέσα στην εύθραυστη οικεία.

Ο Μανώλης Μαυροματάκης αποτυπώνει εύστοχα τον δύστροπο καθηγητή Σερεμπριακωφ που κουβαλά πάνω του πολλά χρόνια κι έχει διαβρώσει από την εξάντληση και τις αρρώστιες. Αναπολεί τις παλιές καλές εποχές και κρατάει μόνιμα μία απόσταση από τους υπόλοιπους δείχνοντας τη δυσαρέσκεια του στον ξεπεσμό τους επιθυμώντας να αναβιώσει τα περασμένα του κατορθώματα.

Ο Φιντέλ Ταλαμπούκας στο ρόλο του γιατρού Αστρώφ δε βρίσκει πια κανένα νόημα στη ζωή και στους ρηχούς ανθρώπους και έχοντας οικολογική συνείδηση συγκινείται μόνο από τη φύση και τα δάση. Αναστατωμένος από το πάθος του για την Ελένα κατακλύζεται από απόγνωση ενώ δείχνει αδιαφορία για τη Σόνια που υποφέρει από τον έρωτά της για εκείνον.

Η Ηρώ Μπέζου συνθέτει απόλυτα το ρόλο της Σόνιας με ορμή και πάθος. Εμβαθύνει στο μεγαλείο ψυχής της μελαγχολικής γυναίκας εκθέτοντας την αξιοπρέπεια και την καλοσύνη της ηρωίδας. Παγιδευμένη σε έναν έρωτα ανεκπλήρωτο, σπαρακτική, ταπεινή βρίσκεται διαρκώς σε έναν κόσμο ωριμότητας και ευγένειας ψάχνοντας απεγνωσμένα λύση στο αδιέξοδο που έχει βρεθεί.

Η Ξένια Καλογεροπούλου ως γιαγιά Μαρία Βασίλιεβνα, μητέρα του Βάνια, απλοϊκή και γλυκιά συμφωνεί πάντα με τον πρώην γαμπρό της και συμβουλεύει τους υπόλοιπους να τον υπακούσουν. Ο Αντώνης Αντωνόπουλος αποδοτικός ως Τελιεγκιν που εργάζεται στο κτήμα τους και κινείται με ψυχραιμία ανάμεσα τους "διαβάζοντας" τον κάθε ένα. Η Μαρίνα της Μαρίας Φιλίνη μια διακριτική φιγούρα που περιποιείται την οικογένεια με στοργή και επιείκεια. Έχει ταραχτεί από την επίσκεψη του καθηγητή και της γυναίκας του και καθησυχάζει την οικογένεια πως όταν φύγουν τα πάντα θα ξαναγίνουν όπως πριν.

Το πελώριο βαρύ ξύλινο τραπέζι της Μαρίας Πανουργιά δηλώνει την ενότητα των μελών μίας οικογένειας και ταυτόχρονα τη μεταξύ τους αποξένωση καθώς η κάθε του πλευρά λειτουργεί ως ξεχωριστός χώρος του σπιτιού. Τα κάδρα που ολοένα και μικραίνουν σαν μια θηλιά που σφίγγει συνεχώς και πνίγει τους ήρωες ολοκληρώνει την εικόνα της θλίψης και της απαισιοδοξίας. Σε αυτό το κατόρθωμα βοήθησαν και οι λιτοί φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου ,τα κουστούμια της Ιωάννας Τσάμη και η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού. Ο Τάσος Καραχάλιος που επιμελήθηκε την κίνηση των ηθοποιών χρησιμοποιεί έξυπνα το τραπέζι καθώς τους τοποθετεί επάνω αλλά και κάτω από αυτό ανάλογα τη στιγμή και την ψυχική κατάσταση που βρίσκεται ο καθένας.

Η παράσταση βασισμένη στη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη έχει κλασικό ύφος μένοντας στην ουσία χωρίς άσκοπες σκηνές. Ένα θεατρικό περιβάλλον στο οποίο εφαρμόζεται ένα δίκτυ απόγνωσης που πέφτει και τους τυλίγει όλους. Οι χαρακτήρες ενώ εξωτερικεύουν τους φόβους και τα προβλήματα τους δεν αλλάζουν την καθημερινότητα τους, δε σταματούν να τρώνε και να πίνουν, συμπεριφέρονται σαν να μην συμβαίνει τίποτα επισημαίνοντας πως η ζωή συνεχίζεται μέσα από οποιοδήποτε εμπόδιο.

Γράφει ο Γιάννης Σεβαστίκογλου 

Σχόλια