Αυγουστίνος Ρεμούνδος: "Το έργο «Ο Έλληνας βάτραχος» το λάτρεψα από την πρώτη στιγμή που το διάβασα"

 


O Αυγουστίνος Ρεμούνδος μιλάει στο Theater Stage με αφορμή την παράσταση «Ο Έλληνας βάτραχος» που σκηνοθετεί στο Θέατρο Vault.Ένας μονόλογος βασισμένος στο έργο του Δημήτρη Ποταμίτη που μας θυμίζει με κωμικό τρόπο την ιστορία της χώρας μας.

Αυτή την εποχή σκηνοθετείς την παράσταση «Ο Έλληνας βάτραχος» στο Θέατρο Vault. Μίλησέ μας γι' αυτήν.

Το έργο αρχίζει την επόμενη μέρα από μία βιβλική καταστροφή. Μία καταστροφή «επιστημονικής φαντασίας», όπου ο μόνος άνθρωπος που έχει επιβιώσει είναι η Χ, μία γυναίκα, που ξυπνάει μεταξύ λάσπης και σκουπιδιών και συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται πάνω στα μάρμαρα της στέγης του Παρθενώνα. Όλα δείχνουν ότι η Ελλάδα έχει βυθιστεί και το μόνο που έχει απομείνει είναι αυτό το μικρό πέτρινο νησί, στην κορυφή της ακρόπολης. 

Με μία αυτόνομη δική της λογική, η Χ, προσπαθεί να βρει τα αίτια, τους λόγους που οδήγησαν την Ελλάδα στην καταστροφή. Βρίσκει έναν βάτραχο, τον ονομάζει Διογένη και μέσα από τη μυθολογία, τη νεοελληνική ιστορία, μέσα από προσωπικές και συλλογικές μνήμες αφηγείται την ιστορία ενός πολιτισμού, μιας χώρας  που χάθηκε…

Το έργο είναι μία κωμωδία που σατιρίζει την ελληνική πραγματικότητα. Πρόκειται για ένα κείμενο διαχρονικό και επίκαιρο, κλασικό θα έλεγα, που μας θυμίζει με καυστικό τρόπο τις παθογένειες της χώρας μας. 

Η Αννίτα Κούλη υποδύεται τη γυναίκα που έχει επιζήσει και προσπαθεί να ισορροπήσει σε μία νέα πραγματικότητα, παίζοντας με τα ερείπια και τα σκουπίδια, ψάχνοντας τρόπους ν’ αναγεννηθεί η πατρίδα της. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα απαιτητικό ρόλο, που ακροβατεί ανάμεσα στη γλύκα, στην πίκρα, στο γέλιο και στο δάκρυ με στοιχεία από το σατιρικό θέατρο, την παρωδία, το γκροτέσκο και το θέατρο σκιών. Δουλέψαμε πολύ και πιστεύω ότι το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Η Αννίτα Κούλη καταφέρνει και μαγνητίζει τον θεατή για 90 λεπτά. Ξεχωριστό ρόλο παίζει ακόμη στην παράσταση η μουσική που συνέθεσε ο Νικόλας Καρίμαλης Razastarr, ο οποίος μελοποίησε στίχους του Διονυσίου Σολωμού από τον Εθνικό μας Ύμνο και διασκεύασε δημοτικά τραγούδια της ελληνικής παράδοσης, με τρόπο «απρόσμενο» για τον θεατή. 

Πως αποφάσισες να δουλέψεις πάνω στο συγκεκριμένο έργο του Δημήτρη Ποταμίτη;

Το έργο το λάτρεψα από την πρώτη στιγμή που το διάβασα. Είναι ένα κείμενο που σαν καθρέφτης μας δείχνει λάθη και τραύματα, τη νοοτροπία του Έλληνα από τη σύσταση του ελληνικού κράτους μέχρι τη δεκαετία του ΄90 που γράφτηκε. Πρόκειται για ένα πολιτικό έργο. Ουσιαστικά μιλάμε για πολιτικό θέατρο. Πιστεύω ότι διανύουμε μια κρίση αξιών, μία ηθική κρίση, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη και γενικότερα στον Δυτικό πολιτισμό. Και πιστεύω ακράδαντα πως μέσα από την Τέχνη μπορούμε να αφυπνίσουμε τον κόσμο. Αυτός είναι και ο λόγος που επέλεξα να δουλέψω πάνω στο συγκεκριμένο έργο. Άλλωστε πάντοτε ξεχώριζα τον Δημήτρη Ποταμίτη για τις απόψεις, τις αξίες και τις ιδέες του και για τον τρόπο που προσέγγιζε τις παραστάσεις του. Δεν θέλω να ξεχαστεί το έργο του. Γι’ αυτό και σκηνοθέτησα την παράσταση προσπαθώντας να διατηρήσω το δικό του ύφος και στυλ. 

Ποια μηνύματα επιθυμείς να λάβει ο θεατής μέσα από την παράσταση;

Επιθυμία μου είναι να θυμηθούμε, τα τραύματα της ελληνικής κοινωνίας και το πώς φτάσαμε εδώ. Να συνειδητοποιήσουμε που βρισκόμαστε σήμερα και να μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη.  Να καταλάβουμε τη θέση μας στην Ευρώπη, στη «δύση». Να δούμε ξανά τη σχέση μας με την «ανατολή». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ο Δημήτρης Ποταμίτης επιλέγει τα ερείπια του Παρθενώνα. Δεν είναι μόνο το σύμβολο του Ελληνικού Πολιτισμού, αλλά της Δημοκρατίας. Μιας Δημοκρατίας που παραπαίει, που είναι μετέωρη σήμερα, σ’ όλο τον κόσμο και δυστυχώς και στη χώρα που τη γέννησε. 

Ένα κείμενο γραμμένο το 1990 πόσο επίκαιρο μπορεί να γίνει;

Αν και έχουν αλλάξει πολλά, δεν έχει αλλάξει τίποτα ουσιαστικό στην ελληνική κοινωνία και στην ελληνική νοοτροπία από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Η δεκαετία του ΄90 ήταν μία φούσκα. Το έργο του Δημήτρη Ποταμίτη ήταν, τρόπον τινά, προφητικό. Μιλά για μια Ελλάδα που χάνεται, σε μία εποχή που υποτίθεται ότι η Ελλάδα ευημερούσε, αρκετά χρόνια πριν τα capital controls, την οικονομική κρίση, το νέο κύμα μετανάστευσης, την κρίση αξιών. Επειδή όμως στο κείμενο ξετυλίγονται μνήμες της ελληνικής ιστορίας, δεν ήθελα να λείπουν τα πρόσφατα γεγονότα. Έτσι  πρόσθεσα στοιχεία που  συμπληρώνουν το κενό που υπάρχει, από το 1995 μέχρι σήμερα.   

Ποιο ήταν το ερέθισμα που οδήγησε στην ενασχόληση σου με το θεατρικό χώρο;

“Cherchez la femme” που λένε και οι Γάλλοι. Στην ηλικία των 18 τελειώνοντας το σχολείο και ενώ ήμουν έτοιμος να ακολουθήσω έναν τελείως διαφορετικό δρόμο, είχα δεσμό με μία κοπέλα που αγαπούσε πολύ το θέατρο και ήθελε να γίνει ηθοποιός. Κάπως έτσι μπήκε σιγά σιγά το μικρόβιο μέσα μου και πήρα την απόφαση να δώσω εξετάσεις στη Δραματική Σχολή. 

Τι άλλο θα δούμε από σένα τη φετινή σεζόν;

Εκτός από τον «Έλληνα Βάτραχο» συνεργάζομαι αυτή την περίοδο με την Κάρμεν Ρουγγέρη και παίζω στην παράσταση για παιδιά «Παραμύθι χωρίς όνομα» στο θέατρο Κιβωτός. Έχω κάποιες σχέδια για την καλοκαιρινή σεζόν, αλλά τίποτα δεν είναι ανακοινώσιμο ακόμη.  

Επιμέλεια Γιάννης Σεβαστίκογλου

Σχόλια