Είδαμε την παράσταση "Οι δούλες" σε σκηνοθεσία του Άρη Τρουπάκη

Η Κριστίν και η Λέα Παπέν είναι δύο γαλλίδες αδερφές οι οποίες γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε μία τοξική οικογένεια όπου κακοποιούνταν από τον ίδιο τους τον πατέρα. Όσο ήταν ακόμα ανήλικες η μητέρα τους τις έστειλε να εργαστούν σε ένα σπίτι ως οικιακοί βοηθοί. Ενώ είχαν άριστες σχέσεις με την Κυρία τους, μετά από κάποιο διάστημα αυτές άλλαξαν και για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο έφτασαν στο σημείο να δολοφονήσουν την εργοδότριά τους και την κόρης της. Το 1947 ο Γάλλος θεατρικός συγγραφέας Ζαν Ζενέ, επηρεασμένος από αυτό το περιστατικό, γράφει το μονόπρακτο δράμα "Οι δούλες". Η υπόθεση αφορά την Κλαίρ και τη Σολάνζ, δύο αδερφές που βρίσκονται στην υπηρεσία της Κυρίας. Μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα ενός υπνοδωματίου στήνουν το δικό τους παραμύθι δοκιμάζοντας τα φορέματα της Κυρίας τους και οργανώνοντας την εξόντωσή της καθώς φαντασιώνονται μία άλλη, καλύτερη ζωή έξω από τη φυλακή της.

Η Δήμητρα Χατούπη ως Σολάνζ νιώθει μια αποστροφή για την κατάντια της ίδιας αλλά και της αδερφής της. Η ίδια είναι η ενσάρκωση του υπέρμετρου, του παράλογου καθηλώνοντας το κοινό με τον τελευταίο της μονόλογο. Η Μαρία Σαββίδου στο ρόλο της Κλαιρ είναι γεμάτη θυμό και οργή μην αντέχοντας άλλο την καταπίεση. Εύθραυστη και βιώνοντας εσωτερικές συγκρούσεις, μεταδίδει την τραγικότητα της ηρωΐδας με έντονη σωματική και φωνητική εκφραστικότητα. Οι δύο δούλες προκλητικές, ακροβατούν σε επικίνδυνα μονοπάτια προσπαθώντας να συναρμολογήσουν τα κομμάτια τους κάτω από την καταπίεση της εξουσίας.

Η Μαρία Νίκα στο ρόλο της Κυρίας απεικονίζει μια ελκυστική γυναίκα με έπαρση που αντλεί ευχαρίστηση από την επιβολή της εξουσίας στις υπηρέτριες της. Τις χειρίζεται με δεξιοτεχνία και με προσποιητή συμπόνια τις ταπεινώνει και τους υπενθυμίζει την κάκιστη θέση στην οποία έχουν καταλήξει να βρίσκονται.

Ο σκηνοθέτης Άρης Τρουπάκης, αξιοποιώντας την αξιοσημείωτη μετάφραση της Έλσας Ανδριανού,  στήνει το κλίμα του έργου στον κατάλληλο τόπο και χρόνο και πρωτοτυπεί πάνω στο έργο τοποθετώντας τις ηθοποιούς σαν να βαδίζουν σε πασαρέλα. Εκεί πάνω πηγαινοέρχονται και βγάζουν τα εσώψυχά τους αγανακτισμένες, εξαντλημένες, σαν να ζητούν ένα δεκανίκι από τους θεατές. Χρησιμοποιώντας τεχνηέντως μαργαριταρένια κολιέ και γάντια καθαρισμού τονίζει τη δύναμη και την κυριαρχία της τάξης των πλουσίων στην κατώτερη τάξη και με έμπνευση σκιαγραφεί την ιδιοσυγκρασία των ηθοποιών οι οποίοι αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.

Τα κουστούμια και τα σκηνικά του Κωνσταντίνου Ζαμάνη και οι φωτισμοί του Δημήτρη Λογοθέτη αναδεικνύουν το κλειστοφοβικό περιβάλλον της μπαρόκ κρεβατοκάμαρας πλημμυρισμένης από άκρη σ' άκρη από ταπετσαρίες με λουλούδια. Υπέροχη η ιδέα της περούκας με τον Κωνσταντίνο Σαββάκη στην κατασκευή της, όπου κατορθώνει να κάνει τις δύο αδερφές να μοιάζουν εξωτερικά σαν δυο σταγόνες νερό. 

Μία εξαιρετικά μελετημένη παράσταση με άφθονο ρυθμό και τέλεια επικοινωνία μεταξύ των τριών ηθοποιών σ' αυτό το παιχνίδι ρόλων. Ο θεατής από κοντινή απόσταση μπαίνει μέσα στο έργο και γεύεται το μίσος, τον αποτροπιασμό και την ταπείνωση που βιώνουν οι δούλες λόγω της υποταγής τους στην ανώτερη τάξη. Το εγχείρημα του σκηνοθέτη χαρακτηρίζεται από μια επιτυχημένη απόπειρα εμβάθυνσης δίνοντας τη σωστή δυναμική και βάζοντας τη δική του σφραγίδα σε ένα τόσο εμβληματικό έργο του Ζαν Ζενέ. 

Γράφει ο Γιάννης Σεβαστίκογλου



Σχόλια